Τα Καρναβάλια της Καστοριάς (Ραγκουτσάρια), αποτελούν αναβίωση των αρχαίων Διονυσιακών οργιαστικών τελετών, που γίνονταν από Αρχαιοτάτων χρόνων, στην μέση του Χειμώνα και αμέσως μετά την γιορτή της γέννησης του ήλιου στις 25 Δεκεμβρίου, (που πέρασε και στην Χριστιανική λατρεία με την καθιέρωση της γιορτής των Χριστουγέννων), προς τιμή της φύσης που θα αναγεννηθεί την Άνοιξη. Με τα Ραγκουτσάρια κλείνει το γιορταστικό δωδεκαήμερο, με χαρακτηριστικά Καστοριανά έθιμα που οι ρίζες τους φτάνουν στους πρώιμους κάτοικους της περιοχής, τους Δωριείς και τους Ορεστείες και αποτελούν σπάνιο δείγμα της ιστορικής συνέχειας του τόπου μας δια μέσου των αιώνων. Είναι απομεινάρι του γνήσιου Ελληνικού Καρναβαλιού και όχι έθιμο ξενόφερτο όπως το καθιερωμένο καρναβάλι της Αποκριάς και γιορτάζεται στις 6,7 και 8 Γενάρη.
Στα Ραγκουτσάρια παίρνουν μέρος όλοι οι Καστοριανοί, άνδρες και γυναίκες, σε "μπουλούκια", από διάφορες γειτονιές, το καθένα με τα "όργανα" του που γλεντούν, μέσα σ'ένα πανζουρλισμό, χωρίς κοινωνικές διακρίσεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ποικιλία των μουσικών οργάνων, που εκτός από τα παραδοσιακά (ζουρνάδες, γκάιντες κ.α.), από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας προστέθηκαν τα λαϊκά "τακούμια", κρουστά και κυρίως πνευστά, χάλκινα όργανα, κατάλοιπα των μεγάλων στρατιωτικών μπάντων που κατά καιρούς περνούσαν από την πόλη. Τέλος ο επιλεκτικός επιχρωματισμός των πνευστών οργάνων (χάλκινα), σε αντιπαράθεση με την ουδέτερη πολυχρωμία της έγχρωμης εικόνας, υπερτονίζει την σημασία και την ιδιαιτερότητα αυτών των μέσων, για την ολοκληρωμένη επίτευξη του γνήσιου γλεντιού και της έκστασης (Διονυσιακή μανία), που θες δε θες, σε κυριεύει εκείνες τις ώρες, είτε με το να φωτογραφίζεις είτε με το να φωτογραφίζεσαι.