Ἡ επιτυχὴς δράση τῶν Ἑλληνικῶν ἀντάρτικων ὁμάδων στὴν περιοχὴ Φλώρινας - Μοναστηρίου, δημιούργησε μία ἀσφαλὴ ζώνη ὃπου ἐκεῖ ἒβρισκαν καταφύγιο καὶ τὰ σώματα ἂλλων περιφερειῶν ὃπως πχ τοῦ Βάρδα ποῦ πέρασε ἐκεῖ τὸ χειμῶνα τοῦ 1906-1907.
Ἦταν τὸ βασίλειο τῆς «κρυψάνας», ὃπως ἒλεγαν τότε, τὶς ὑπόγειες κρύπτες. Δὲν ὑπῆρχαν μεγάλα βουνὰ μὲ ἀπέραντα δάση καὶ ἀναρίθμητα σκόρπια μαντριά, ὃπως στὸ Μορίχοβο. Βρίσκονταν ἐξ ἂλλου τουρκαλβανικὰ χωριὰ στὰ ψηλότερα σπλάχνα τοῦ Περιστεριοῦ (Κισάβα, Ὂστρετς, Ζλουκουκιάνι). Ἀναγκάζονταν λοιπὸν τὰ σώματα νὰ μένουν στὰ χωριὰ καὶ νὰ τρυπώνουν στὶς «κρυψάνες».
Κάθε σπίτι εἶχε μία τουλάχιστον καὶ συχνὰ δύο καὶ τρεῖς «κρυψάνες», τεχνικότατες φτιαγμένες.
Ἡ φαντασία τῶν χωρικῶν εἶχε ὀργιάσει. Ἡ εἲσοδός των ἦταν συνήθως κάτω ἀπὸ τὸ παχνί, στὸ βάθος τοῦ ἀχυρώνα. Ἒκλεινε μὲ μία πλάκα ποὺ τὴν σκέπαζε σωρὸς ἀπὸ κοπριὰ ἢ ἂχυρα. Ἂλλες εἶχαν τὴν εἲσοδο σὲ μία ντουλάπα ἢ κάτω ἀπὸ τὸ τζάκι. Στὸ μοναστήρι τοῦ προφήτη Ἡλία πχ τοῦ Ντράγος (Manastir Sv. Ilija, s. Dragoš, Bitola), ἒμπαινε κανεῖς ἀπὸ μιὰ ντουλάπα γεμάτη μπουκάλια κρασί, ρακί, ψωμιά κλπ. Δύο σανίδες μετακινοῦνταν μὲ ὀρισμένη μονάχα πίεση. Κάτω ἡ κρύπτη ἦταν εὐρύχωρη, στεγνὴ καὶ εὐάερη. Χωροῦσε 60 ἂντρες καὶ μποροῦσε κάποιος νὰ παραμείνῃ ἐκεῖ μερόνυχτα καὶ νὰ ἀκούῃ καθαρὰ τὶς κουβέντες τῶν Τούρκων ἀπὸ πάνω.
Εἶχαν δημιουργηθεῖ ὃμως καὶ εἰδικοὶ τεχνίτες , ποὺ στάλθηκαν στὸ Μορίχοβο γιὰ νὰ κατασκευάσουν κρύπτες. Τὸ μοναστήρι τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων τῆς Καστοριᾶς, γιὰ νὰ ἀποκτήσῃ τέλεια κρύπτη, κάλεσε ἒμπιστους τεχνίτες τῆς ἡρωικῆς οἰκογένειας Ἀργυράκου – Μπαστῆ ἀπὸ το Μπλάτσι. Δούλεψαν μιὰ ὁλάκαιρη ἐβδομάδα γιὰ νὰ τὴν ἐτοιμάσουν.
Παντοῦ εἶχαν κατασκευαστεῖ κρύπτες. Στὸ Μορίχοβο πχ εἶχαν κατασκευαστεῖ σὲ ὃλα τὰ χωριὰ μερικὲς κρύπτες γιὰ ἂρρωστους ἢ πληγωμένους ἀντάρτες, γιὰ ἀποθήκευση ὃπλων καὶ ἐφοδίων καὶ σὲ ἐξαιρετικές περιπτώσεις, γιὰ ἀπόκρυψη ὁλόκληρου σώματος. Στὸ Περιστέρι ὃμως ἡ «κρυψάνα» ἦταν κανόνας.
Ἒλεγαν οἱ παλιοὶ ὃτι ὃταν ὁ μπάρμπα Στέφος ἀπὸ τὸ Ὀρέχοβο ἒβλεπε τούρκικη ἒρευνα καὶ μυριζόταν ξῦλο, φοροῦσε χοντρὴ γούνα κι ἂς ἦταν Ἰούλιος, ἂδειαζε ἓνα μπουκάλι ρακὶ καὶ ἒπαιζε τὴν γκάιντα. Ἒτσι ἒτρωγε τὸ ξῦλο «μετὰ μουσικῆς». Τὸ ἲδιο ἒκαμε καὶ μιὰ μέρα τοῦ 1908. Ἒφτασαν ἀγριεμένοι Τοῦρκοι στρατιῶτες καὶ Τουρκαλβανοὶ τοῦ γειτονικοῦ χωριοῦ Ζλουκοκιάνι, γιατὶ πρὶν λίγες μέρες εἶχαν ἐξαφανιστεῖ τρεῖς χωριανοί τους ἀγροφύλακες καὶ εἶχε σκοτωθεῖ καὶ ἓνας Τοῦρκος ταγματάρχης σὲ συμπλοκή.
Τὸν ἒστρωσαν σὲ ἀλύπητο ξῦλο, τοῦ `σπασαν καὶ τὴν γκάιντα. Ὁ μπάρμπα Στέφος προσποιήθηκε πῶς λιποψύχησε καὶ τοὺς ἒδειξε τὴν «κρυψάνα» του.
Μέσα ὑπῆρχε μόνο ἓνα σκουριασμένο καριοφύλι…. Ὃμως λίγο παραπέρα, σὲ μιὰ ἂλλη τεχνικότατη κρυψάνα, ἦταν ὁ Παῦλος Ρακοβίτης μὲ τοὺς λίγους ἂντρες του, ὃλους ἐπίσης Κρατεριώτες, καὶ ὁ Καραβίτης.
Ἰωάννης Καραβίτης
Εἶχε περικυκλώσει ὁ στρατὸς ἒξω ἀπὸ τὸ Μπούκοβο τοὺς μισοὺς ἂντρες του καὶ τοὺς ὑπαρχηγούς του, Κῶστα Μποϊκοβίτη καὶ Βασίλειο Μαλογιῶργο. Ἐκείνοι ὃμως πρόβαλαν σθεναρὴ ἀντίσταση ὁχυρωμένοι σὲ μιὰ γούβα. Ἀπὸ τὴ συμπλοκὴ αὐτὴ σκοτώθηκε ὀ Τοῦρκος ταγματάρχης. Σὲ βοήθεια τοῦ Παύλου Ρακοβίτη ἒτρεξε μὲ μερικοὺς ἂνδρες του καὶ ὁ Ἰωάννης Καραβίτης καὶ βρῆκαν ὃλοι μαζὶ τελικά, καταφύγιο καὶ σωτηρία στὴ δεύτερη κρυψάνα τοῦ μπάρμπα Στέφου…
Οἱ περισσότερες κρύπτες εἶχαν τὸ κύριο σῶμα στὴν αὐλή, κάτω ἀπὸ τὸν κῆπο ἢ ἒξω στὸ δρόμο, κάτω ἀπὸ τὸ καλντερήμι. Τὸ κακὸ ἦταν ὃτι τὸ ἢξεραν καὶ οἰ Τοῦρκοι καὶ ἒκαναν ἀδιάκοπες ἒρευνες στὰ χωριά, ἐφοδιασμένοι μὲ κασμάδες, φτυάρια, μακρουλὲς σιδερένιες λόγχες κλπ. Ἒσκαβαν στὰ ἀχούρια, στὶς ἀχυρῶνες, στὶς αὐλές, τρυποῦσαν πατώματα, ντουλάπες, ἀποθῆκες κλπ. Ἒδερναν, ἀπειλοῦσαν, τοὺς ἒκλειναν ὃλους, ἂνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ στὰ σπίτια. Συχνὰ ἒδιναν ζαχαρωτὰ καὶ λουκούμια στὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ τὰ ρωτοῦσαν ἂν ἒρχονταν σπίτι τους ξένοι ἒνοπλοι. Δασκαλεμένοι οἱ μικροὶ ἒλεγαν πῶς ἒρχονταν «Τοῦρκοι»! Ἐπίτηδες οἱ μάνες ἒλεγαν καὶ τοὺς ἀντάρτες «Τούρκους»…
Πολλὲς φορὲς οἱ Τοῦρκοι κρατοῦσαν ἀποκλεισμένο στὴν ἐκκλησία ἢ στὸ σχολεῖο ὃλο τὸν πληθυσμὸ τοῦ χωριοῦ, δύο ἢ τρία μερόνυχτα, γιὰ νὰ πάθουν ἀσφυξία οἱ θαμμένοι στὶς κρυψάνες ἀντάρτες. Καὶ πραγματικά, μερικοὶ πέθαναν στοὺς ζωντανοὺς αὐτοὺς τάφους καὶ δύο τρελλάθηκαν. Σκοτάδι πίσα, ὑγρασία, κρύο. Μερικὲς φορὲς νερὸ μιὰ καὶ δύο πιθαμὲς μέσα, μολυσμένος καὶ λιψὸς ἀέρας καὶ πάνω ἀπ` ὃλα ἡ ἀγωνία. Νὰ σκάβουν ἀπὸ πάνω σου γιὰ νὰ σὲ ξεσκεπάσουν, νὰ ἀκοῦς τὶς κουβέντες τῶν Τούρκων, νὰ περιμένῃς ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ νὰ τρυπήσῃ ὁ κασμάς τὴν ὀροφὴ καὶ νὰ σηκώσῃ τὴν πλάκα τῆς εἰσόδου καὶ νὰ βλέπῃς στὸ πηχτὸ σκοτάδι μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου, μιὰ κρεμάλα νὰ κρέμεται πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι σου!
Βρέθηκαν σὲ κρυψάνα καὶ αἰχμαλωτίστηκαν ὁ Μοναστηριώτης ὁπλαρχηγός Πέτρος Χρήστου, καὶ ὁ Κρητικὸς Καμηλάκης. Ἀργότερα τοὺς κρέμασαν. Ὁ Κοζανίτης Κιουτσούκης, ποὺ εἶχε δραπετεύσει ἀπὸ τὶς φυλακές Μοναστηρίου, ὃταν εἶδε νὰ ξεσκεπάζεται ἡ κρυψάνα του, προτίμησε νὰ τινάξῃ τὰ μυαλά του στὸν ἀέρα, παρὰ νὰ γυρίσῃ πίσω στὶς φυλακές.
Οἱ φτωχοὶ χωρικοὶ μηχανεύονταν πολλά. Ὃταν πχ οἱ Τοῦρκοι ἀξιωματικοὶ γιὰ νὰ περάσουν τὴ νύχτα, ἒμεναν σὲ ἓνα σπίτι ποῦ στὴν κρυψάνα του εἶχε τρυπωμένους ἀντάρτες, ὃταν αὐτοὶ ἂρχιζαν νὰ ἒχουν ἒλλειψη ἀπὸ ἀέρα, χτυποῦσαν μὲ τὸν ὑποκόπανο τὰ τοιχώματα τῆς κρύπτης γιὰ νὰ τοὺς ἀνοίξουν. Ἀμέσως οἱ γυναῖκες χωρὶς νὰ χάνουν καιρὸ καὶ τὴν ψυχραιμία τους, ἒκαναν μὲ τσιμπήματα τὰ μικρὰ παιδιὰ νὰ οὐρλιάζουν. Ἒτσι δὲν ἀκούγονταν οἱ ὑπόγειοι χτῦποι καὶ οἱ Τοῦρκοι ἀναγκάζονταν νὰ ἀλλάξουν κατάλυμμα, λόγω οὐρλιαχτῶν, κλαμάτων και φασαρίας…
Ἀπό τὸ βιβλίο τοῦ Γ. Μόδη, «Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ ΚΑΙ Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», Ε.Μ.Σ. 1967.
Οἰ φωτογραφίες τῶν ὁπλαρχηγῶν εἶναι ἀπὸ florina-history.blogspot.com
http://anihneftes.blogspot.com/