Popular Post

Blogger Themes

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940



Την επαύριο του τορπιλισμού της «Έλλης» η ελληνική κυβέρνηση αποσιώπησε ότι η επίθεση ήταν έργο των Ιταλών. Παρά τα α­διάσειστα στοιχεία και τις υποψίες του λαού για τους ενόχους, η Ελλάδα απέφυγε τη σύρραξη. Έτσι, ο Ιωάννης Μεταξάς κέρδιζε κι άλλον χρόνο προκειμένου να προετοιμάσει τη χώρα του ενάντια σε μια μεγάλη ιταλική εισβολή την οποία ανέμενε από καιρό. Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Αθήνα,Εμανουέλε Γκράτσι επέδωσε στον Μεταξά τελεσίγραφο της ιταλικής κυβέρνησης. Με αυτό, η Ρώμη ζητούσε να επιτραπεί η ελεύθερη διέλευση ιταλικών στρα­τευμάτων, τα οποία θα κατελάμβαναν απροσδιόριστα «στρατηγικά σημεία» εντός της ελληνικής επικράτειας.

Ιωάννης Μεταξάς
Ο Μεταξάς αρνήθηκε, απαντώντας στα γαλλικά: «Alors, c’ est la guerre» («Λοιπόν, έχουμε πόλεμο»). Με το «ΟΧΙ» άρχισε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος. Οι εντυπωσιακές νίκες των Ελλήνων κατά των Ιταλών θα έφερναν εν καιρώ τους Γερμανούς στην Ελλάδα, οι οποίοι θα έσπευδαν σε βοήθεια των συμμάχων τους που αποτύγχαναν στην επίθεσή τους από την Αλβανία. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η αναγκαστική γερμανική επέμβαση στα Βαλκάνια επηρέασε την έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς καθυστέρησε την Επιχείρη­ση Μπαρμπαρόσα στην ΕΣΣΔ. Άλλοι ιστορικοί διαφωνούν με αυτήν τη θέση. Το βέβαιο είναι πως η απόκρουση της ιταλικής εισβολής αποτέλεσε την πρώτη νίκη κατά μιας χώρας του Άξονα. Το ηθικό παράδειγμα από το «Έπος του ’40» τονιζόταν τότε στους διθυραμβικούς επαίνους για τη μικρή Ελλάδα. Όπως είχε πει και ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ: «Εφεξής δεν θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες».

Η στροφή του Μεταξά προς τη Μεγάλη Βρετανία

«Δηλαδή θα έπρεπε δια ν’ αποφύγωμεν τον πόλεμον να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτο δύσκολον να πρόβλεψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος».
Ανακοίνωσις του Πρωθυπουργού Ι. Μεταξά προς τους ιδιοκτήτας και αρχισυντάκτας του Αθηναϊκού Τύπου εις το Γενικόν Στρατηγείον (ξενοδοχείον «Μεγάλη Βρεταννία»)
Τα παραπάνω λόγια αποτελούν απόσπασμα από ομιλία του Ιωάννη Μεταξάστους διευθυντές των αθη­ναϊκών εφημερίδων δυο μόνο ημέρες μετά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, στις 30 Οκτωβρίου 1940. Η στάση του Μεταξά στη διάρκεια του πολέμου δεν αποτελούσε ευκαιριακή τοποθέτηση, αλλά υπήρξε φυσιολογικό επακόλουθο της συνεπούς διπλωματικής πορείας της χώρας, από τις αρχές κιόλας της δεκαετίας του 1910, να συνεργάζεται με τη Βρετανία που αποτελούσε τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη στον χώρο της Μεσογείου.
Τα σύννεφα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου πύκνωσαν στην Ευρώπη ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, όταν μια σειρά από ναζιστικά και φασιστικά καθεστώτα ανέλαβαν τον κυβερνητικό έλεγχο σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία. Την ίδια στιγμή στα Βαλκάνια οι ζυμώσεις για τη διαμόρφωση σφαιρών επιρροής άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Η περιοχή άλλωστε αποτελούσε προνομιακό χώρο, όπου τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων τέμνονταν προκαλώντας έτσι αναπόφευκτες εντάσεις, συσπειρώσεις και αντισυσπειρώσεις.
Η Ιταλία και η Μεγάλη Βρετανία ήταν οι δυο χώρες που ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο της περιοχής και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να προωθήσουν τα ερείσμα­τά τους. Ο ανταγωνισμός αυτός προσείλκυσε αναπόφευκτα πολιτικούς από όλα τα Βαλκάνια, πολλοί από τους οποίους ανέλαβαν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες θέλοντας να εκμεταλλευτούν προς όφελος των ιδίων και των κρατών τους την αντιπαράθεση των ισχυρών.
Μουσολίνι και Χίτλερ
Στο πλαίσιο αυτό, παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ιωάννης Μεταξάς ανέλαβε πρωτοβουλίες, που τελικά ενίσχυσαν τα αγγλικά συμφέροντα στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, κατέφυγε σε αγγλικές τράπεζες για την παροχή δανείων, παρέδωσε τον αποκλειστικό έλεγχο των τηλεπικοινωνιών με το εξωτερικό για δεκαέξι χρόνια σε αγγλικές εταιρείες, ενώ διατήρησε το εργοστάσιο συναρμολόγησης αεροπλάνων υπό βρετανικό έλεγχο,
Η εκχώρηση των κρατικών υποδομών στους Βρετανούς διέλυσε, όπως ήταν λογικό, τους ενδοιασμούς του Λονδίνου για τις προθέσεις του Μεταξά. Στα τέλη του 1938 ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα βομβάρδιζε την υπηρεσία του με αναφορές εκθειάζοντας το καθεστώς Μεταξά, τη μόνη λύση στο πολιτικό χάος τα χώρας, όπως έλεγε. Η απροκάλυπτη αγγλική υποστήριξη εξώθησε τον Μεταξά σε ακόμη μεγαλύτερη προσχώρηση στη βρετανική συμμαχία.
«Αυτό που επιθυ­μώ», εκμυστηρευόταν στον Βρετανό πρεσβευτή στα τέλη του 1938, «είναι μια συμμαχία με τη Μεγάλη Βρετα­νία. Και γιατί όχι. Θα πρέπει να δεχτούμε ως δεδομένο ότι σε περίπτωση ευρωπαϊκού πολέμου, το ναυτικό και η αεροπορία της Μεγάλης Βρετανίας θα έχουν απόλυτη ανάγκη των ελληνικών νησιών και λιμα­νιών… Μια συμμαχία επομένως θα ήταν το φυσικότερο πράγμα, από την άποψη ότι δεν υπάρχει άνδρας ή γυναίκα ή παιδί στην Ελλάδα που να μην είναι ολόψυχα αφοσιωμένοι στη χώρα σας».
Οι προτάσεις Μεταξά οδήγησαν τον Waterlow στην άποψη ότι ο Έλληνας δικτάτορας ήταν πολύ καλύτερος από τους συνηθισμένους πολιτικούς και ότι «αν και γερμανόφιλος, οι σχέσεις μας με τον τωρινό πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου υπήρξαν φιλικότερες από τις σχέσεις μας με τους προκατόχους του». Οι επισημάνσεις του πρεσβευτή κλόνισαν τελικά τις επιφυλάξεις του Λονδίνου, παραμερίζονται και τους τελευταίους δισταγμούς του για τα οφέλη από μια πιθανή συμμαχία με την Ελλάδα.
Έτσι τον Απρίλιο του 1939, όταν ο Μου­σολίνι κατέλαβε στρατιωτικά την Αλβανία, η Αγγλία και η Γαλλία εγγυήθηκαν επίσημα την ανεξαρτησία της Ελλάδας και της Ρουμανίας σχηματοποιώντας έτσι τα στρατόπεδα που διαμορφώνονταν στην περιοχή. Αν και η παραπάνω εγγύηση δημιουργούσε περισσότερο μια ηθική υποχρέωση και δεν αποτελούσε σαφή δέσμευση από την πλευρά της Βρετανίας κήρυξης πολέμου για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας, έγινε δεκτή με ανακούφιση.

Σύγκλιση βασικής στρατηγικής με αποκλίσεις τακτικής

Ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄στο αλβανικό μέτωπο.
Από τη στιγμή εκείνη και έπειτα, ενάμιση, δηλαδή, χρόνο πριν από την επίσημη κήρυξη του πολέμου, οι ενέργειες του Μεταξά ήταν όλο και πιο εναρμονισμένες με την πολιτική του Λονδίνου. Έτσι, οι προσπάθειες της Ρώμης να προσεγγίσει την Αθήνα κοινοποιήθηκαν στο Λονδίνο και όπως ήταν φυσικό απορρί­φθηκαν. Την ίδια στιγμή το «φλερτ» τηςΒουλγαρίας με τις δυνάμεις του Άξονα μεγάλωνε την ανασφάλεια της Αθήνας για την τύχη της Μακεδονίας στην αγκαλιά της Βρετανίας.
Η οριστικοποίηση της ελληνοβρετανικής συνεργασίας επικυρώθηκε με την υπογραφή διμερούς εμπορικής συμφωνίας τον Ιανουάριο του 1940, που προέβλεπε περικοπή των ελληνικών εξαγωγών προς τη Γερμανία. Η Ελλάδα είχε καταστεί δέσμια των βρετανικών οικονομικών συμφερόντων, κάτι που βεβαίως έγινε αντιληπτό τόσο στο Βερολίνο όσο και στη Ρώμη. Ως εκ τούτου, το καθεστώς ουδετερότητας είχε πια τυπική μόνο σημασία, αφού κατ’ ουσίαν η Αθήνα είχε ήδη με τις ενέργειές τις επιλέξει τελεσίδικα το στρατόπεδο του Λονδίνου.
Θα πρέπει βεβαίως να επισημανθεί πως η πολιτική της Βρετανίας στα Βαλκάνια απέβλεπε κυρίως στην υπεράσπιση της Τουρκίας και των Στενών, σε αντίθεση με τους Γάλλους που προτιμούσαν την ανάληψη πιο ριζοσπαστικών πρωτοβουλιών, όπως την εγκατάσταση συμμαχικού προγεφυρώματος στη Θεσσαλονίκη. Όσον αφορά την Ελλάδα, η βρετα­νική θέση συνοψιζόταν πως σε περίπτωση ιταλικής εισβολής, βρετανικές δυνάμεις θα αποβιβάζονταν στην Κρήτη για να βοηθήσουν τους Έλληνες στην απόκρουση τα ιταλικής επίθεσης, ενώ ταυτόχρονα ο βρετανικός στόλος στο Αιγαίο θα κι­νητοποιούνταν για να διασφαλίσει τον έλεγχο των επικοινωνιών στην περιοχή. Η διασφάλιση δηλαδή τα εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας εξαρτάτο πολύ περισσότερο από την ικανότητα της Βρετανίας να νικήσει την Ιταλία σε έναν διμερή πόλεμο, παρά από τη δυνατότητα τα να προσφέρει στρατιωτική βοήθεια στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Πορεία μεταγωγικών του στρατού στον ποταμό Δεβόλη. Φωτογραφία, Δημήτρης Χαρισιάδης. Αρχείο: Μουσείο Μπενάκη.

Οι ελληνικές πρωτοβουλίες δεν έμεναν φυσικά απαρατήρητες από το καθεστώς του Μουσολίνι προκαλώντας τη δυσαρέσκειά του. Από τις αρχές κιόλας του 1940 η ιταλική επιθετικότητα έναντι της χώρας κλιμακώθηκε, αφού η Ρώμη επιθυμούσε να δοκιμάσει τις αντοχές της Αθήνας στις παράλογες αξιώσεις της. Τον Αύγουστο μάλιστα σημειώθηκε συνδυασμένη επίθεση των ιταλικών εφημερίδων εναντίον της Ελλάδας, ενώ ελληνικά πλοία παρενοχλούνταν στο Αιγαίο από την ιταλική διοίκηση της Δωδεκανήσου.
Σύμφωνα με πρόσφατες αρχειακές μαρτυρίες από τα ιταλικά αρχεία, ο Μουσολίνι είχε αποφασίσει να κηρύξει τον πόλεμο στην Ελλάδα ήδη από το καλοκαίρι του 1940 με συμβολική κίνηση τον τορπιλισμό της «Έλλη», αλλά υποχρεώθηκε να αναβάλει για μερικούς μήνες τα σχέδιά του έπειτα από συμβουλές των Γερμανών. Αμέσως μετά τα γεγονότα του Δεκαπενταύγουστου ο Μεταξάς σε μια συγκινησιακά φορτισμένη συνάντησή του με τον Βρετανό πρε­σβευτή, του ζήτησε την αμέριστη βρετανική υποστήριξη δηλώνοντάς του κατηγορηματικά ότι είχε αποφασίσει να αντισταθεί σε κάθε επιβουλή του Άξονα εναντίον της Ελλάδα και ότι σε κάθε περίπτωση προτιμούσε την καταστροφή της χώρας του, από την ταπείνωσή της.
Η αποφασιστικότητα του Μεταξά προκάλεσε την αντίδραση του ίδιου τουΤσόρτσιλ, ο οποίος σε μήνυμά του προς τον Έλληνα δικτάτορα, στις 25 Αυγούστου 1940, εξέφρασε τον θαυμασμό του για τον τρόπο με τον οποίο ο Μεταξάς είχε χειριστεί την κρίση και τον διαβεβαίωνε πως η θαρραλέα στάση των Ελλήνων, υπό την ηγεσία του, είχε κερδίσει τον θαυμασμό του αγγλικού λαού, που έβλεπε στη στάση των Ελλήνων το παράδειγμα των προγόνων τους μπροστά στον περσικό κίνδυνο.
Ωστόσο, ο Βρετανός πρωθυπουργός επανέλαβε και πάλι τη γνωστή θέση του Λονδίνου πως σε περίπτωση ελληνοϊταλικής σύρραξης η Ελλάδα δεν θα έπρεπε νααναμένει βρετανική βοήθεια για την προστασία των ηπειρωτικών περιοχών της, αλλά να προσδοκά μόνο βρετανική αεροπορική επίθεση εναντίον της Ιταλίας καθώς και αποστολή δυνάμεων για την άμυνα της Κρήτης. Παρά τη βρετανική διστακτικότητα, όμως ο Μεταξάς δεν έδειξε να υπαναχωρεί από τις θέσεις του.«Απόφασίς μου εις αντίστασιν μέχρις εσχάτων» σημείωνε με αποφασιστικότητα στο «Ημερολόγιό» του. Η άρνησή του να αποδεχθεί το ιταλικό τελεσίγραφο τα χαράματα της 28ns Οκτωβρίου 1940 ήρθε απλώς να επισφραγίσει τις εκπεφρασμένες πεποιθήσεις του.
  
Οι λανθασμένες εκτιμήσεις των Ιταλών «πληρώθηκαν» στην κορυφογραμμή της Πίνδου

Ο Μουσολίνι και ο Καβαλλέρο προετοιμάζουν τη μεγάλη επίθεση, Μάρτιος 1941. Αρχείο: Ν. Σ. Μάργαρη.
Στις 15 Οκτωβρίου 1940 στο γραφείο του Μπενίτο Μουσολίνι στη Ρώμη πραγματοποιήθηκε κρίσιμη σύσκεψη, στην οποία ελήφθησαν οι τελικές αποφάσεις για τη διεξαγωγήεπιθετικής στρατιωτικής επιχείρησης εναντίον της Ελλάδας. Παρόντες στη σύσκεψη ήταν, εκτός του Ιταλού δικτάτορα, ο υπουργός των Εξωτερικών Γκαλεάτσο Τσιάνο, ο αρχηγός και ο υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού καθώς και οι επικεφαλής των στρατευμάτων που βρίσκονταν στην Αλβανία. Μέσα σε κλίμα έκδηλου ενθουσιασμού ο Ντούτσε ανακοίνωσε την απόφασή του για την κήρυξη πολέμου εναντίον της Ελλάδας, απόφαση που, όπως είπε, είχε ωριμάσει μέσα του «επί πολύ καιρό». Ήταν η ομολογία μιας επιθυμίας που είχε χαραχθεί αρκετούς μήνες νωρίτερα και είχε σε αρχικό στάδιο εκ­φρασθεί με τον τορπιλισμό της «Έλλης» ανήμερα της Παναγίας, στις 15 Αυγούστου του 1940.
Οι επιθετικές διαθέσεις του Μουσο­λίνι ενισχύθηκαν από τις διαβεβαιώσεις της στρατιωτικής ηγεσίας πως οι Ιτα­λοί στρατιώτες ανυπομονούσαν να εμπλακούν στις πολεμικές συγκρούσεις σε αντίθεση με τους Έλληνες, που φαίνονταν απρόθυμοι αλλά και ανέτοιμοι να αντιπαραθέσουν αξιόλογη αντίσταση. Ωστόσο, παρά τις εισηγήσεις των Ιταλών στρατηγών τα δεδομένα παραμονές της ελληνοϊταλικής σύγκρουσης φαίνεται ότι ήταν αρκετά διαφορετικά.
Η Ελλάδα όχι μόνο δεν ήταν απροετοίμαστη αλλά είχε φροντίσει ήδη, έστω και καθυστερημένα, από τον Απρίλιο του 1939, όταν η Ιταλία κατέλαβε την Αλβανία, να αναθεωρήσει το αμυντικό της δόγμα που έως τότε βασιζόταν κυρίως στα οχυρωματικά έργα κατά μήκος των βορείων συνόρων της και να προετοιμασθεί για το ενδεχόμενο χερσαίας επίθεσης από την πλευρά της Ηπείρου. Από την άλλη, οι Έλληνες στρατιώτες μόνο απρόθυμα δεν αντιμετώπισαν την κήρυξη του πολέμου. Τέλος, το φρόνημα των Ιταλών στρατιωτών υπερτονιζόταν δυσανάλογα σε σχέση με τις πραγματικές διαθέσεις τους και τη νομιμοφροσύνη τους απέναντι στο φασιστικό καθεστώς.
  
Το «μαρτύριο» του πρεσβευτή

Προφανώς τέτοιου είδους αποθαρρυντικές πληροφορίες θα είχαν φθάσει στα αυτιά του Ιταλού πρεσβευτή στην Αθήνα, Εμμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος δεν έκρυβε την αγωνία του για τις πρωτοβουλίες των πολιτικών του προϊσταμένων. «Φαντάζομαι ότι στο κελί του θανάτου οι καταδικασμένοι θα περνούν ώρες όχι πολύ διαφορετικές από αυτές που περνώ εγώ τώρα», σημείωνε, λίγο πριν την έναρξη των εχθροπραξιών. Το «μαρτύριο» του Ιταλού πρεσβευτή ολοκληρώθηκε τα χαράματα της 28ns Οκτωβρίου, όταν επέδωσε στον Ιωάννη Μεταξά το ιταλικό τελεσίγραφο. «Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα τη μεγαλύτερη απέχθεια για το επάγγελμά μου», εξομολογείται ο Ιταλός διπλωμάτης.

Έλληνες στρατιώτες στο αλβανικό μέτωπο. Φωτογραφία, Λάζαρος Ακερμανίδης.

Η είδηση της κήρυξης του πολέμου προκάλεσε παλλαϊκές εκδηλώσεις ενθουσιασμού στην Αθή­να. «Σιγά σιγά η Αθήνα παίρνει το ύφος των μεγάλων εθνικών εορτών, κάτι που θυμίζει λ.χ. Τα Εκατόχρονα της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά πιο αυθόρμητα και πιο νεανικά. Καιρός θαυμάσιος, καταγάλανος ουρανός. Πλήθη νέων, με στολές της EON ή με πολιτικά, έχουν χυθεί στους κεντρικούς δρόμους, με λάβαρα, σημαίες, δάφνες, μουσικές. Κρατούν εικόνες του βασιλιά, του Μεταξά, του καταδρομικού Έλλη με την επιγραφή: Δεν λησμονούμε. Ο κόσμος συμμετέχει σ’ αυτές τις εκδηλώσεις, χειροκροτεί, ζητω­κραυγάζει. Είχα πολλά, πάρα πολλά χρόνια να δω τέτοιο ενθουσιασμό στην Αθήνα. Αισθάνεται κανείς ένα πάθος μες στον αέρα, ένα φανατισμό, μια λεβεντιά. Ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο, είναι κάτι ωραίο. Και μια τέλεια εθνική ενότητα. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που αισθάνομαι τέτοιαν ομόνοια να βασιλεύει στον τό­πο: Κανείς δεν σκέπτεται αυτή τη στιγμή ότι ο εχθρός είναι δέκα φορές ισχυρότερος, ότι ο θάνατος κρέμεται από πάνω μας μέσα σ’ αυτόν τον λαμπρό ουρανό», περιγράφει εκείνο το πρωινό του Οκτωβρίου ο Γιώργος Θεοτοκάς.
Δημήτριος Σιώτος, από τα Σταθέικα Άργους: Κληρωτός του 1936, έφυγε για το μέτωπο όπως χιλιάδες άλλοι πατριώτες με την επιστράτευση (28/10/1940). Φώτο από το βιβλίο του Γ. Κόνδη, «Τετράδιο Πολέμου 1940».
Αλλά και στην κορυφογραμμή της Πίνδου ο ελληνικός στρατός ήταν πιο αποφασισμένος από ποτέ. Εμψυχώνοντας τους άνδρες του ο διοικητής του Αποσπάσματος Πίνδου, ΣυνταγματάρχηςΚωνσταντίνος Δαβάκης, σε ημερήσια διαταγή του αναφέρθηκε στο δίκαιο του ελληνικού αγώνα επικαλούμενος τα κατορθώματα των προγό­νων: «Οι Επαναστάται του ’21 με ξύλα και δρεπάνια αντιμε­τώπισαν Στρατόν της εποχής επιστημονικώς οπλισμένον χάρις εις το εξυψωμένον ηθικόν των… σήμερον εμείς με οπλισμόν σχεδόν ισάξιον του αντιπάλου θα υστερήσωμεν των προγόνων μας; Με το ανώτερον ηθικόν μας, με το δίκαιον του αγώνος μας, με τη δύναμιν του Θεού, θα εξέλθωμεν νικηφόροι της δοκιμασίας. Η πίστις μετακινεί όρη».
Οι ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις στο μέτωπο (Ήπειρος και Δυτική Μα­κεδονία) υπερτερούσαν αριθμητικά των αντίστοιχων ελληνικών, χωρίς όμως να υπολογίζονται οι ελληνικές εφεδρείες. Σύμφωνα με το σχέδιο του ι­ταλικού Γενικού Επιτελείου, θα εκδηλώνονταν δυο κύριες επιθετικές επιχειρήσεις, η πρώτη με στόχο την κατάληψη του Μετσόβου, όπου μάλιστα είχε διατεθεί και η περίφημη μεραρχία των Ιταλών Αλπινιστών «Τζούλια», και η δεύτερη με στόχο την Πρέβεζα για την εξασφάλιση βάσης για το ιταλικό πολεμικό ναυτικό. Αντίθετα, στο μέτωπο της Δυτικής Μακεδονίας το αρχικό ιταλικό σχέδιο ήταν αμυντικό. Ωστόσο, για διάφορους λόγους το ιτα­λικό επιτελικό σχέδιο δεν μπόρεσε τε­λικά να υλοποιηθεί.

Οι τρεις φάσεις του πολέμου

Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος χωρίζεται σε τρεις φάσεις. Στη φάση από τις 28 Οκτω­βρίου έως τις 13 Νοεμβρίου 1940, ο ελληνικός στρατός βρέθηκε σε θέση άμυνας και τελικά σταμάτησε την ιταλική προέλαση. Στη συνέχεια, οι Έλληνες στρατιώτες εισήλθαν στο έδαφος της Βορείου Ηπείρου πετυχαίνοντας για περίπου δυο μήνες μεγάλες στρατιωτικές νίκες σε βάρος των Ιταλών. Στην τρίτη φάση του πολέμου από τις 7 Ιανουαρίου έως τις 26 Μαρτίου 1941, αρχικά διακόπηκε η ελ­ληνική αντεπίθεση, ενώ αργότερα εκ­δηλώθηκε η εαρινή ιταλική επίθεση, χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα.

Αλέξανδρος Παπάγος. Ο Αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων στο Αλβανικό Μέτωπο. Φωτογραφία, Δημήτρης Χαρισιάδης. Αρχείο: Μουσείο Μπενάκη.

Κορυφαία στιγμή της τρίτης φάσης αποτελεί αναμφίβολα η πολύνεκρη μάχη που δό­θηκε γύρω από το «ύψωμα 731». Τόσο οι Έλληνες όσο και οι Ιταλοί στρατιώτες πολέμησαν με γενναιότητα, τιμώντας τον όρκο που είχαν δώσει προς την πατρίδα τους. Πληθώρα μαρτυριών της εποχής καταγράφουν τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις τους, τις στιγμές μεγαλείου αλλά και – όχι σπάνιες – σκηνές αβρότητας μεταξύ τους.
Κρίσιμος διαχωριστικός παράγοντας, πάντως, στάθηκε το αίσθημα του δικαίου που τόνωνε το φρόνημα των Ελλήνων στρατιωτών.
«Πόσες φορές δεν είδα Έλληνες στρατιώτες να δί­νουν τα τελευταία τσιγάρα τους, την πε­ριορισμένη μερίδα του ψωμιού τους σε Ιταλούς που είχαν αιχμαλωτισθεί. Γιατί ο Έλληνας, μολονότι περιέβαλλε με περιφρόνηση τον Ιταλό στρατιώτη, δεν αισθανόταν γι’ αυτόν, ανθρώπινο μίσος. Όλο το μίσος τους οι Έλληνες το επεφύλαξαν για τον Μουσολίνι και τον κόμητα Τσιάνο, για τους ανθρώπους που είχαν ρί­ξει τον ιταλικό στρατό στον πόλεμο. Και αυτό φαινόταν από τα τραγούδια που τραγουδούσαν, ενώ προήλαυναν», επεσήμαινε Άγγλος πολεμικός ανταποκριτής.

Ο βαρύς χειμώνας

Σφοδρός αντίπαλος και για τους δυο αντιμαχόμενους στάθηκε ο βαρύς χειμώνας. Οι πολικές καιρικές συνθήκες με τις συχνές χιονοθύελλες και τη χαμηλή ορατότητα, όπως καταγράφονται στα κινηματογραφικά επίκαιρα της εποχής, ευθύνονται για πλήθος από κρυοπαγήματα που οδήγησαν ακόμη και σε ακρωτηριασμούς. Επέφεραν έτσι πολλές δυσχέρειες στα πεζοπόρα τμήματα, ενώ επέτειναν τις δυσκολίες στον εφοδιασμό των μο­νάδων με τρόφιμα και πυρομαχικά.

Πορεία μεταγωγικών. Φωτογραφία, Δημήτρης Χαρισιάδης. Αρχείο: Μουσείο Μπενάκη.

Η παθιασμένη ελληνική αντίσταση και οι απρόσμενες, για πολλούς, επιτυχίες των Ελλήνων στρατιωτών υποχρέωσαν τους Βρετανούς να επανεξετάσουν τη στάση τους απέναντι στη «μάχη της Ελλάδας» και να δηλώσουν ετοιμότητα για προσφορά ουσιαστικότερης βοήθειας.
Από την άλλη, οι εξελίξεις στο μέτωπο προκάλεσαν βαθύτατη κρίση στους κόλπους της ιταλικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας οδηγώντας σε παραιτήσεις αλλά και ανακλήσεις Ιταλών στρατηγών από την Αλβανία, γεγονότα που τραυμάτισαν σοβαρά το γόητρο του Ιταλού δικτάτορα. Καθήλωσαν επίσης σημαντικές ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις που υπό άλλες συνθήκες θα είχαν διατεθεί σε άλλα μέτωπα, όπως εκείνο της Βόρειας Αφρικής. Υποχρέωσαν, τέλος, τη Γερμανία του Χίτλερ να επέμβει η ίδια στο ελληνικό μέτωπο προκειμένου να δώσει το αποφασιστικό χτύπημα.

Ιάκωβος Μιχαηλίδης
Επίκουρος καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ.

Πηγή

Related Articles :


Stumble
Delicious
Technorati
Twitter
Facebook

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΕΣΤΕ ΜΑΣ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΣΑΣ

Label 14

Followers

VIDEO

ENTER-TAB1-CONTENT-HERE

RECENT POSTS

ENTER-TAB2-CONTENT-HERE

POPULAR POSTS

ENTER-TAB3-CONTENT-HERE
 

HALANDRI NEWS Copyright © 2010 LKart Theme is Designed by Lasantha