ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΩΣ ΤΗΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (1821-1864)
1.ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ (Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ)
Η έναρξη του αγώνα της Aνεξαρτησίας έφερε και τα πρώτα τοπικά πολιτεύματα (Οργανισμός της Προσωρινής Διοικήσεως της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος και Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας). Τα κείμενα αυτά ψηφίστηκαν από τοπικές Συνελεύσεις και είχαν ως σκοπό την προσωρινή διοικητική και στρατιωτική οργάνωση του Έθνους μέχρι τη μελλοντική σύσταση της "Βουλής του Έθνους".
Το πρώτο Σύνταγμα της αγωνιζόμενης Ελλάδας προήλθε από την Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου η οποία ψήφισε, την 1η Ιανουαρίου 1822, το "Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος".
Η Συνέλευση απαρτιζόταν από εκπροσώπους της Πελοποννήσου, της Ανατολικής και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας και ορισμένων νήσων. Το κείμενο του Συντάγματος του 1822 αποτελείται από 110 σύντομες παραγράφους, χωρισμένες σε "τίτλους" και "τμήματα" κατά το γαλλικό πρότυπο. Ονομάστηκε "Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος", γιατί οι συντάκτες του φοβήθηκαν μήπως προκαλέσουν την αντίδραση της Ιεράς Συμμαχίας. Το Σύνταγμα αυτό περιελάμβανε κάποιες διατάξεις για την προστασία των ατομικών ελευθεριών, ενώ στο επίπεδο των οργανωτικών βάσεων του πολιτεύματος προέβλεπε την αντιπροσωπευτική αρχή καθώς και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Έτσι, η "Διοίκησις" αποτελείτο από το "Βουλευτικόν" και το "Εκτελεστικόν", αμφότερα συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία, τα οποία "ισοσταθμίζονταν" στη νομοπαραγωγική διαδικασία. Ακόμη, υπήρχε και το "Δικαστικόν", όργανο ανεξάρτητο των άλλων δύο, πλην όμως εκλεγόμενο από αυτά, ενώ τη δικαιοσύνη απένειμαν τα "Κριτήρια", δηλαδή τα δικαστήρια.
Το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου αναθεωρήθηκε ένα χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 1823, από τη Β΄ Εθνική Συνέλευση που συνήλθε στο 'Αστρος Κυνουρίας. Το νέο Σύνταγμα, ο "Νόμος της Επιδαύρου", όπως ονομάστηκε για να τονίσει τη συνέχεια προς εκείνο του 1822, ήταν νομοτεχνικά αρτιότερο και καθιέρωνε μια ελαφρά υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας έναντι της εκτελεστικής, αφού πλέον το δικαίωμα αρνησικυρίας της τελευταίας (το veto) από απόλυτο μετατράπηκε σε αναβλητικό, ενώ βελτίωνε και την προστασία των ατομικών ελευθεριών (ορίστηκε ότι προστατεύεται η ιδιοκτησία, η τιμή και η ασφάλεια όχι μόνο του Έλληνα αλλά κάθε ανθρώπου που βρίσκεται στην επικράτεια, εισήχθη η ελευθερία του τύπου, καταργήθηκε η δουλεία). Ακόμη, κατάργησε και τα τοπικά πολιτεύματα. Το μεγάλο όμως μειονέκτημα της ενιαύσιας θητείας των οργάνων της "Διοικήσεως" παρέμεινε άθικτο, απόρροια της διαρκώς αυξανόμενης δυσπιστίας μεταξύ των πολιτικών και των στρατιωτικών. Η ίδια Συνέλευση του 'Αστρους ψήφισε και νέο εκλογικό νόμο, όπου το δικαίωμα του εκλέγειν ανήκε πλέον στους έχοντες την ιδιότητα του "ανδρός" και όχι του "γέροντος", ενώ η εκλογική ηλικία γινόταν 25 έτη, έναντι των 30 που ήταν προηγουμένως.
Ο πολυαρχικός χαρακτήρας και των δύο Συνταγμάτων ευνόησε αρχικά τις συγκρούσεις μεταξύ Βουλευτικού και Εκτελεστικού που σύντομα εξελίχθηκαν σε ρήξη και εμφύλιο πόλεμο. Αυτό στάθηκε και η αφορμή για τη συστηματική πλέον παρέμβαση των ξένων "προστάτιδων" δυνάμεων στην ελληνική πολιτική ζωή.
Η Γ' Εθνική Συνέλευση συνήλθε αρχικά στην Πιάδα το 1826 και εν συνεχεία στην Τροιζήνα το 1827, και αφού εξέλεξε ομόφωνα τον Ιωάννη Καποδίστρια ως "Κυβερνήτη της Ελλάδας" για επταετή θητεία, ψήφισε και το "Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος". Η Συνέλευση ήθελε να δώσει στη χώρα ένα οριστικό πολίτευμα, εμπνευσμένο από δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες και για το λόγο αυτό διακήρυττε για πρώτη φορά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας: "Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού". Τη ρητή αυτή διακήρυξη επαναλάμβαναν όλα τα ελληνικά Συντάγματα μετά το 1864.
Το Σύνταγμα αυτό αποτελείτο από 150 άρθρα. Καθιέρωνε μια αυστηρή διάκριση των εξουσιών αναθέτοντας στον Κυβερνήτη την εκτελεστική εξουσία και στο σώμα των αντιπροσώπων του λαού, ονομαζόμενο Βουλή, τη νομοθετική. Ο Κυβερνήτης είχε απλώς το δικαίωμα αναβλητικού veto στα νομοσχέδια, ενώ δεν είχε και το δικαίωμα διάλυσης της Βουλής. Ο ίδιος ήταν "απαραβίαστος", ενώ οι "Γραμματείς της Επικράτειας", δηλαδή οι Υπουργοί, αναλάμβαναν την ευθύνη για τις δημόσιες πράξεις του (και έτσι ενυπήρχαν στο Σύνταγμα του 1827 τα πρώτα ψήγματα της κοινοβουλευτικής αρχής).
Αξιοσημείωτο είναι ότι το Σύνταγμα της Τροιζήνας εμπεριέχει την αρτιότερη και πληρέστερη διατύπωση των διατάξεων για την προστασία των ατομικών ελευθεριών μεταξύ των Συνταγμάτων της εποχής.
Εν μέσω πολιτικής αταξίας ο Όθων έφτασε στο Ναύπλιο το 1833 υποστηριζόμενος από τις "προστάτιδες" δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία. Είχε ανακηρυχθεί "ελέω Θεού βασιλεύς της Ελλάδος", και το Ελληνικό κράτος μοναρχικό και ανεξάρτητο "Βασίλειον της Ελλάδος". Στο διάγγελμα του Οθωνα για την ανάληψη των καθηκόντων του δεν υπήρχε καμία νύξη περί Συντάγματος. Λόγω του νεαρού της ηλικίας του νέου Βασιλέως, και μέχρι την ενηλικίωσή του, οι εξουσίες του ασκήθηκαν από την Αντιβασιλεία.
Κατά την περίοδο της δεκαετούς απολυταρχικής διακυβέρνησης του Όθωνα έγιναν τα πρώτα βήματα για τη διοικητική οργάνωση της χώρας, οργανώθηκε η δικαιοσύνη, θεσπίστηκαν ορισμένα βασικά νομοθετήματα όπως ο εμπορικός νόμος, ο ποινικός νόμος, οι νόμοι για την πολιτική και την ποινική δικονομία, ιδρύθηκε η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και τέλος, το 1834, μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα του βασιλείου από το Ναύπλιο στην Αθήνα.
Τα βασικά όμως χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής ήταν η έλλειψη Συντάγματος, η αυθαίρετη διακυβέρνηση, η κακή οικονομική κατάσταση και η αυταρχική νομοθεσία.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1843 στασίασε η στρατιωτική φρουρά των Αθηνών και με τη συμμετοχή πολιτών, ζήτησε από τον Όθωνα την παραχώρηση Συντάγματος.
Το Σύνταγμα, που προέκυψε τον Μάρτιο του 1844, από τις εργασίες "της Γ' Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως", υπήρξε ένα Σύνταγμα - συνάλλαγμα, δηλαδή ένα συμβόλαιο μεταξύ του μονάρχη και του 'Έθνους. Το Σύνταγμα αυτό εγκαθίδρυσε τη συνταγματική μοναρχία και συντάχθηκε ως επί το πλείστον με βάση το γαλλικό Σύνταγμα του 1830 και το βελγικό Σύνταγμα του 1831.
Οι κυριότερες διατάξεις του είναι οι εξής: καθιερώνει τη μοναρχική αρχή, αφού ο μονάρχης είναι το κυρίαρχο όργανο του Κράτους. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από τον βασιλέα, ο οποίος έχει και το δικαίωμα της κυρώσεως των νόμων, από τη Βουλή και από τη Γερουσία. Τα μέλη της Βουλής δεν μπορούν να είναι λιγότερα από 80 και εκλέγονται για τριετή θητεία με καθολική ψηφοφορία. Οι γερουσιαστές διορίζονται ισόβια από το βασιλιά και ο αριθμός τους ορίστηκε στους 27, αριθμός ο οποίος όμως μπορούσε να αυξηθεί σύμφωνα με τις ανάγκες και κατά τη βούληση του μονάρχη μέχρι του ½ του όλου αριθμού των βουλευτών.
Τέλος, η Συνέλευση αυτή ψήφισε και τον εκλογικό νόμο της 18ης Μαρτίου 1844, ο οποίος είναι ο πρώτος ευρωπαϊκός εκλογικός νόμος που καθιερώνει, ουσιαστικά, την καθολική ψηφοφορία (μόνον των αρρένων, βεβαίως).
Ο Όθων, παρ' ότι δέχτηκε την ίδρυση συνταγματικού πολιτεύματος, δεν είχε τη διάθεση της πιστής εφαρμογής του και, παραβιάζοντας το πνεύμα - αλλά και το γράμμα - του Συντάγματος, προσπάθησε να συγκεντρώσει όση περισσότερη δύναμη γίνεται. Το αυξανόμενο ρεύμα δυσαρέσκειας είχε ως αποτέλεσμα πολίτες και στρατός να εξεγερθούν τη νύχτα της 10ης Οκτωβρίου 1862 και να αποφασίσουν την έξωση του Όθωνα.
Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (1864-1922)
1. ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1864
Η Β' Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα (1863-1864) και ασχολήθηκε τόσο με την εκλογή νέου ηγεμόνα όσο και με τη σύνταξη νέου Συντάγματος, πραγματοποιώντας τη μετάβαση από τη συνταγματική μοναρχία στο πολίτευμα της βασιλευόμενης δημοκρατίας.
Μετά την άρνηση του πρίγκιπα Αλφρέδου της Αγγλίας (η επιλογή του οποίου έγινε με το πρώτο δημοψήφισμα της χώρας το Νοέμβριο του 1862 και με συντριπτική πλειοψηφία) να δεχθεί το στέμμα του ελληνικού βασιλείου, η κυβέρνηση προσέφερε το στέμμα στον πρίγκιπα της Δανίας Γεώργιο Χριστιανό Γουλιέλμο του οίκου Σλέσβικ Χόλσταϊν - Σόντερμπουργκ - Γκλύξμπουργκ, ο οποίος ορκίστηκε συνταγματικός βασιλιάς της Ελλάδας με το όνομα "Γεώργιος Α' Βασιλεύς των Ελλήνων".
Το Σύνταγμα του 1864 συντάχθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα του Συντάγματος του Βελγίου του 1831, και της Δανίας του 1849, και καθιέρωνε σαφώς την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αφού μόνον αρμόδιο όργανο για την αναθεωρητική λειτουργία ήταν πλέον η Βουλή. Ακόμη, το άρθρο 31 επαναλάμβανε ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Έθνος και ενεργούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα, ενώ το άρθρο 44 καθιέρωνε το τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ του λαού, προβλέποντας ότι ο βασιλιάς έχει μόνον τις εξουσίες που του απονέμουν ρητώς το Σύνταγμα και οι σχετικοί με αυτό νόμοι.
Η Συνέλευση πρόκρινε το σύστημα της μιας Βουλής (μονήρους Βουλής) τετραετούς θητείας, και έτσι η Γερουσία καταργήθηκε, αφού πολλοί την κατέκριναν ως όργανο της μοναρχίας. Για την εκλογή των βουλευτών καθιερώθηκε η αρχή της άμεσης, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας, η οποία διεξάγεται και ενεργείται ταυτόχρονα σε όλη την επικράτεια.
Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 71, καθιερώθηκε το ασυμβίβαστο του βουλευτού με τα καθήκοντα του έμμισθου δημοσίου υπαλλήλου και του δημάρχου αλλά όχι και με εκείνα του εν ενεργεία αξιωματικού.
Το Σύνταγμα επαναλάμβανε αρκετές διατάξεις του Συντάγματος του 1844, όπως ότι ο βασιλιάς διορίζει και παύει τους υπουργούς αυτού και ότι οι τελευταίοι είναι υπεύθυνοι για το πρόσωπο του μονάρχη, προέβλεπε όμως επιπλέον τη δυνατότητα σύστασης από τη Βουλή "εξεταστικών των πραγμάτων επιτροπών". Επίσης, ο βασιλιάς διατηρούσε το δικαίωμα να συγκαλεί τακτικά και έκτατα τη Βουλή όπως και να τη διαλύει κατά την κρίση του, αλλά το περί διαλύσεως διάταγμα έπρεπε να είναι προσυπογραμμένο από το υπουργικό συμβούλιο.
Το Σύνταγμα επαναλάμβανε αυτολεξεί τη διάταξη του άρθρου 24 του Συντάγματος του 1844, κατά την οποία "Ο Βασιλεύς διορίζει και παύει τους Υπουργούς αυτού". Η διατύπωση αυτή άφηνε να εννοηθεί ότι οι υπουργοί ‘ήσαν οιονεί’ υφιστάμενοι του μονάρχη, συνεπώς υπεύθυνοι και έναντι αυτού, και όχι μόνον έναντι της Βουλής. Εξ άλλου, πουθενά δεν όριζε το Σύνταγμα ότι ο βασιλιάς ήταν υποχρεωμένος να διορίζει την Κυβέρνηση λαμβάνοντας υπόψη του τη θέληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Αυτήν ωστόσο την ερμηνεία υποστήριζαν οι εκσυγχρονιστικές πολιτικές δυνάμεις του τόπου επικαλούμενες την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και το πνεύμα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Κατόρθωσαν τελικά να την επιβάλουν με τη μορφή της αρχής της "δεδηλωμένης" εμπιστοσύνης της Βουλής, που διατυπώθηκε το 1875 από τον Χαρίλαο Τρικούπη και την οποία δεσμεύθηκε με το ‘Λόγο του θρόνου’, του ιδίου έτους, να τηρεί ο Γεώργιος ο Α': "Απαιτών ως απαραίτητον προσόν των καλουμένων παρ' εμού εις την κυβέρνησιν του τόπου την δεδηλωμένην προς αυτούς εμπιστοσύνην της πλειονοψηφίας των αντιπροσώπων του 'Έθνους, αποδέχομαι ίνα η Βουλή καθιστά εφικτήν την ύπαρξιν του προσόντος τούτου, ου άνευ αποβαίνει αδύνατος η εναρμόνιος λειτουργία του πολιτεύματος".
Η καθιέρωση της αρχής της "δεδηλωμένης", στο τέλος της πρώτης δεκαετίας της βασιλευομένης δημοκρατίας, συνέτεινε στην εξάλειψη μιας συνταγματικής πρακτικής η οποία, σε πολλά σημεία, είχε επαναλάβει τις αρνητικές εμπειρίες της οθωνικής περιόδου. Πράγματι, κατά το διάστημα 1864-1875 δεν έλειψαν ούτε οι εκλογές με αμφισβητούμενο κύρος ούτε, προ πάντων, η ενεργός ανάμιξη του θρόνου στα πολιτικά πράγματα μέσω του διορισμού κυβερνήσεων κοινοβουλευτικής μειοψηφίας ή του εξαναγκασμού σε παραίτηση κυβερνήσεων πλειοψηφίας, όταν η πολιτική τους δεν συνέπιπτε με εκείνη του στέμματος.
Το Σύνταγμα του 1864 παρέμεινε αναλλοίωτο μέχρι το 1911. Το τέλος του 19ου αιώνα και οι αρχές του 20ου, όμως, σηματοδοτούν σημαντικές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές και ανακατατάξεις. Η άνοδος της αστικής τάξης, η αλλαγή του ρόλου του στρατού, η σταδιακή εξαφάνιση ή αποδυνάμωση των παλαιών πολιτικών κομμάτων και πρακτικών και οι νέες οικονομικές συνθήκες δημιουργούν έντονες πιέσεις σε ένα πολιτικό οικοδόμημα που έχει διαμορφωθεί για να ανταποκρίνεται σε άλλα δεδομένα. Απόρροια των αλλαγών αυτών σε πολιτικό, διοικητικό και κοινωνικό επίπεδο υπήρξε το "στρατιωτικό κίνημα" στο Γουδί (1909).
Συνέπεια του κινήματος αυτού ήταν η άνοδος του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία, επικεφαλής του Κόμματος των Φιλελευθέρων, και η αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864 από τη Β΄ Αναθεωρητική Βουλή. Οι άξονες της αναθεώρησης του 1911 ήσαν η ενίσχυση των ατομικών ελευθεριών ("το δημόσιο δίκαιο των Ελλήνων" κατά την ορολογία της εποχής), η ενίσχυση του κράτους δικαίου και ο γενικότερος εκσυγχρονισμός των θεσμών.
Οι σημαντικότερες αλλαγές σε σχέση με το Σύνταγμα του 1864 στο επίπεδο της προστασίας των ατομικών ελευθεριών ήταν η λυσιτελέστερη προστασία της προσωπικής ασφάλειας, της φορολογικής ισότητας, του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι και του απαραβίαστου της κατοικίας. Επιπλέον, διευκολύνθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιοκτησιών προς αποκατάσταση ακτημόνων γεωργών, με ταυτόχρονη δικαστική προστασία της ιδιοκτησίας.
'Αλλες σημαντικές αλλαγές ήταν η ίδρυση του εκλογοδικείου για την επίλυση των εκλογικών διαφορών από τις βουλευτικές εκλογές, η επέκταση των ασυμβιβάστων, η επανίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας ως ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου πια (το οποίο, όμως, συγκροτήθηκε και λειτούργησε υπό το κράτος του Συντάγματος του 1927), η βελτίωση της προστασίας της δικαστικής ανεξαρτησίας και η καθιέρωση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Τέλος, προβλέφθηκε για πρώτη φορά η υποχρεωτική και δωρεάν υποχρεωτική εκπαίδευση, αλλά και η καθαρεύουσα ως "επίσημη γλώσσα του Κράτους".
Η μεγάλη διάσταση απόψεων η οποία προέκυψε το 1915 μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου ως προς τον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής οδήγησε τη χώρα σε βαθιά κρίση και πήρε προεκτάσεις εθνικού διχασμού, με αποτέλεσμα η πολιτική ζωή να αποσταθεροποιηθεί. Οι διαφωνίες, σε συνταγματικό επίπεδο, αφορούσαν την έκταση των αρμοδιοτήτων του βασιλιά σε σχέση με το διορισμό της Κυβέρνησης, την παύση των υπουργών και τη διάλυση της Βουλής. Η περίοδος 1915-1920 υπήρξε εξαιρετικά ταραγμένη στο εσωτερικό της χώρας (παράλληλη ύπαρξη δύο κυβερνήσεων, κατοχή μέρους του ελληνικού εδάφους από ξένες δυνάμεις, πολιτικές λύσεις πέρα από κάθε συνταγματική νομιμότητα) αλλά ταυτόχρονα και ιδιαίτερα σημαντική, αφού αυξήθηκε κατά πολύ ο εθνικός χώρος.
Το Νοέμβριο του 1920 διεξήχθησαν βουλευτικές εκλογές στις οποίες επικράτησαν οι φιλοβασιλικές δυνάμεις. Επανήλθε στο θρόνο, με δημοψήφισμα, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ενώ συνεκλήθη και η ‘Γ΄ εν Αθήναις Εθνική Συνέλευση’ για την αναθεώρηση του Συντάγματος, που δεν τελεσφόρησε όμως (ενώ είχαν κατατεθεί εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και πρωτοποριακές προτάσεις) λόγω της μικρασιατικής καταστροφής.
Μετά την ήττα των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία εξερράγη στις 11 Σεπτεμβρίου 1922 στρατιωτικό κίνημα υπό τον Ν. Πλαστήρα, η οποία διέλυσε τη Συντακτική Συνέλευση και ανάγκασε το βασιλιά Κωνσταντίνο να παραιτηθεί εκ νέου.
Related Articles :
1.ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ (Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ)
Η έναρξη του αγώνα της Aνεξαρτησίας έφερε και τα πρώτα τοπικά πολιτεύματα (Οργανισμός της Προσωρινής Διοικήσεως της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος και Οργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας). Τα κείμενα αυτά ψηφίστηκαν από τοπικές Συνελεύσεις και είχαν ως σκοπό την προσωρινή διοικητική και στρατιωτική οργάνωση του Έθνους μέχρι τη μελλοντική σύσταση της "Βουλής του Έθνους".
Το πρώτο Σύνταγμα της αγωνιζόμενης Ελλάδας προήλθε από την Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου η οποία ψήφισε, την 1η Ιανουαρίου 1822, το "Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος".
Η Συνέλευση απαρτιζόταν από εκπροσώπους της Πελοποννήσου, της Ανατολικής και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας και ορισμένων νήσων. Το κείμενο του Συντάγματος του 1822 αποτελείται από 110 σύντομες παραγράφους, χωρισμένες σε "τίτλους" και "τμήματα" κατά το γαλλικό πρότυπο. Ονομάστηκε "Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος", γιατί οι συντάκτες του φοβήθηκαν μήπως προκαλέσουν την αντίδραση της Ιεράς Συμμαχίας. Το Σύνταγμα αυτό περιελάμβανε κάποιες διατάξεις για την προστασία των ατομικών ελευθεριών, ενώ στο επίπεδο των οργανωτικών βάσεων του πολιτεύματος προέβλεπε την αντιπροσωπευτική αρχή καθώς και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Έτσι, η "Διοίκησις" αποτελείτο από το "Βουλευτικόν" και το "Εκτελεστικόν", αμφότερα συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία, τα οποία "ισοσταθμίζονταν" στη νομοπαραγωγική διαδικασία. Ακόμη, υπήρχε και το "Δικαστικόν", όργανο ανεξάρτητο των άλλων δύο, πλην όμως εκλεγόμενο από αυτά, ενώ τη δικαιοσύνη απένειμαν τα "Κριτήρια", δηλαδή τα δικαστήρια.
Το Προσωρινό Πολίτευμα της Επιδαύρου αναθεωρήθηκε ένα χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 1823, από τη Β΄ Εθνική Συνέλευση που συνήλθε στο 'Αστρος Κυνουρίας. Το νέο Σύνταγμα, ο "Νόμος της Επιδαύρου", όπως ονομάστηκε για να τονίσει τη συνέχεια προς εκείνο του 1822, ήταν νομοτεχνικά αρτιότερο και καθιέρωνε μια ελαφρά υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας έναντι της εκτελεστικής, αφού πλέον το δικαίωμα αρνησικυρίας της τελευταίας (το veto) από απόλυτο μετατράπηκε σε αναβλητικό, ενώ βελτίωνε και την προστασία των ατομικών ελευθεριών (ορίστηκε ότι προστατεύεται η ιδιοκτησία, η τιμή και η ασφάλεια όχι μόνο του Έλληνα αλλά κάθε ανθρώπου που βρίσκεται στην επικράτεια, εισήχθη η ελευθερία του τύπου, καταργήθηκε η δουλεία). Ακόμη, κατάργησε και τα τοπικά πολιτεύματα. Το μεγάλο όμως μειονέκτημα της ενιαύσιας θητείας των οργάνων της "Διοικήσεως" παρέμεινε άθικτο, απόρροια της διαρκώς αυξανόμενης δυσπιστίας μεταξύ των πολιτικών και των στρατιωτικών. Η ίδια Συνέλευση του 'Αστρους ψήφισε και νέο εκλογικό νόμο, όπου το δικαίωμα του εκλέγειν ανήκε πλέον στους έχοντες την ιδιότητα του "ανδρός" και όχι του "γέροντος", ενώ η εκλογική ηλικία γινόταν 25 έτη, έναντι των 30 που ήταν προηγουμένως.
Ο πολυαρχικός χαρακτήρας και των δύο Συνταγμάτων ευνόησε αρχικά τις συγκρούσεις μεταξύ Βουλευτικού και Εκτελεστικού που σύντομα εξελίχθηκαν σε ρήξη και εμφύλιο πόλεμο. Αυτό στάθηκε και η αφορμή για τη συστηματική πλέον παρέμβαση των ξένων "προστάτιδων" δυνάμεων στην ελληνική πολιτική ζωή.
Η Γ' Εθνική Συνέλευση συνήλθε αρχικά στην Πιάδα το 1826 και εν συνεχεία στην Τροιζήνα το 1827, και αφού εξέλεξε ομόφωνα τον Ιωάννη Καποδίστρια ως "Κυβερνήτη της Ελλάδας" για επταετή θητεία, ψήφισε και το "Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος". Η Συνέλευση ήθελε να δώσει στη χώρα ένα οριστικό πολίτευμα, εμπνευσμένο από δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες και για το λόγο αυτό διακήρυττε για πρώτη φορά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας: "Η κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος, πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού και υπάρχει υπέρ αυτού". Τη ρητή αυτή διακήρυξη επαναλάμβαναν όλα τα ελληνικά Συντάγματα μετά το 1864.
Το Σύνταγμα αυτό αποτελείτο από 150 άρθρα. Καθιέρωνε μια αυστηρή διάκριση των εξουσιών αναθέτοντας στον Κυβερνήτη την εκτελεστική εξουσία και στο σώμα των αντιπροσώπων του λαού, ονομαζόμενο Βουλή, τη νομοθετική. Ο Κυβερνήτης είχε απλώς το δικαίωμα αναβλητικού veto στα νομοσχέδια, ενώ δεν είχε και το δικαίωμα διάλυσης της Βουλής. Ο ίδιος ήταν "απαραβίαστος", ενώ οι "Γραμματείς της Επικράτειας", δηλαδή οι Υπουργοί, αναλάμβαναν την ευθύνη για τις δημόσιες πράξεις του (και έτσι ενυπήρχαν στο Σύνταγμα του 1827 τα πρώτα ψήγματα της κοινοβουλευτικής αρχής).
Αξιοσημείωτο είναι ότι το Σύνταγμα της Τροιζήνας εμπεριέχει την αρτιότερη και πληρέστερη διατύπωση των διατάξεων για την προστασία των ατομικών ελευθεριών μεταξύ των Συνταγμάτων της εποχής.
Το Σύνταγμα της Τροιζήνας προσπάθησε να συνδυάσει την ανάγκη ισχυρής κεντρικής εξουσίας με την ύπαρξη δημοκρατικών δομών, η ισχύς του όμως ανεστάλη λίγο μετά την άφιξη στην Ελλάδα του Ιωάννη Καποδίστρια, τον Ιανουάριο του 1828.
2. Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΜΟΝΑΡΧΙΑΣ
Εν μέσω πολιτικής αταξίας ο Όθων έφτασε στο Ναύπλιο το 1833 υποστηριζόμενος από τις "προστάτιδες" δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία. Είχε ανακηρυχθεί "ελέω Θεού βασιλεύς της Ελλάδος", και το Ελληνικό κράτος μοναρχικό και ανεξάρτητο "Βασίλειον της Ελλάδος". Στο διάγγελμα του Οθωνα για την ανάληψη των καθηκόντων του δεν υπήρχε καμία νύξη περί Συντάγματος. Λόγω του νεαρού της ηλικίας του νέου Βασιλέως, και μέχρι την ενηλικίωσή του, οι εξουσίες του ασκήθηκαν από την Αντιβασιλεία.
Κατά την περίοδο της δεκαετούς απολυταρχικής διακυβέρνησης του Όθωνα έγιναν τα πρώτα βήματα για τη διοικητική οργάνωση της χώρας, οργανώθηκε η δικαιοσύνη, θεσπίστηκαν ορισμένα βασικά νομοθετήματα όπως ο εμπορικός νόμος, ο ποινικός νόμος, οι νόμοι για την πολιτική και την ποινική δικονομία, ιδρύθηκε η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και τέλος, το 1834, μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα του βασιλείου από το Ναύπλιο στην Αθήνα.
Τα βασικά όμως χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής ήταν η έλλειψη Συντάγματος, η αυθαίρετη διακυβέρνηση, η κακή οικονομική κατάσταση και η αυταρχική νομοθεσία.
3. Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΟΝΑΡΧΙΑΣ
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1843 στασίασε η στρατιωτική φρουρά των Αθηνών και με τη συμμετοχή πολιτών, ζήτησε από τον Όθωνα την παραχώρηση Συντάγματος.
Το Σύνταγμα, που προέκυψε τον Μάρτιο του 1844, από τις εργασίες "της Γ' Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως", υπήρξε ένα Σύνταγμα - συνάλλαγμα, δηλαδή ένα συμβόλαιο μεταξύ του μονάρχη και του 'Έθνους. Το Σύνταγμα αυτό εγκαθίδρυσε τη συνταγματική μοναρχία και συντάχθηκε ως επί το πλείστον με βάση το γαλλικό Σύνταγμα του 1830 και το βελγικό Σύνταγμα του 1831.
Οι κυριότερες διατάξεις του είναι οι εξής: καθιερώνει τη μοναρχική αρχή, αφού ο μονάρχης είναι το κυρίαρχο όργανο του Κράτους. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από τον βασιλέα, ο οποίος έχει και το δικαίωμα της κυρώσεως των νόμων, από τη Βουλή και από τη Γερουσία. Τα μέλη της Βουλής δεν μπορούν να είναι λιγότερα από 80 και εκλέγονται για τριετή θητεία με καθολική ψηφοφορία. Οι γερουσιαστές διορίζονται ισόβια από το βασιλιά και ο αριθμός τους ορίστηκε στους 27, αριθμός ο οποίος όμως μπορούσε να αυξηθεί σύμφωνα με τις ανάγκες και κατά τη βούληση του μονάρχη μέχρι του ½ του όλου αριθμού των βουλευτών.
Καθιερώνεται η ευθύνη των υπουργών για τις πράξεις του βασιλιά, ο οποίος διορίζει και παύει αυτούς. Η δικαιοσύνη πηγάζει από το βασιλιά και απονέμεται εν ονόματί του από τους δικαστές που ο ίδιος διορίζει.
Τέλος, η Συνέλευση αυτή ψήφισε και τον εκλογικό νόμο της 18ης Μαρτίου 1844, ο οποίος είναι ο πρώτος ευρωπαϊκός εκλογικός νόμος που καθιερώνει, ουσιαστικά, την καθολική ψηφοφορία (μόνον των αρρένων, βεβαίως).
Ο Όθων, παρ' ότι δέχτηκε την ίδρυση συνταγματικού πολιτεύματος, δεν είχε τη διάθεση της πιστής εφαρμογής του και, παραβιάζοντας το πνεύμα - αλλά και το γράμμα - του Συντάγματος, προσπάθησε να συγκεντρώσει όση περισσότερη δύναμη γίνεται. Το αυξανόμενο ρεύμα δυσαρέσκειας είχε ως αποτέλεσμα πολίτες και στρατός να εξεγερθούν τη νύχτα της 10ης Οκτωβρίου 1862 και να αποφασίσουν την έξωση του Όθωνα.
Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (1864-1922)
1. ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1864
Η Β' Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα (1863-1864) και ασχολήθηκε τόσο με την εκλογή νέου ηγεμόνα όσο και με τη σύνταξη νέου Συντάγματος, πραγματοποιώντας τη μετάβαση από τη συνταγματική μοναρχία στο πολίτευμα της βασιλευόμενης δημοκρατίας.
Μετά την άρνηση του πρίγκιπα Αλφρέδου της Αγγλίας (η επιλογή του οποίου έγινε με το πρώτο δημοψήφισμα της χώρας το Νοέμβριο του 1862 και με συντριπτική πλειοψηφία) να δεχθεί το στέμμα του ελληνικού βασιλείου, η κυβέρνηση προσέφερε το στέμμα στον πρίγκιπα της Δανίας Γεώργιο Χριστιανό Γουλιέλμο του οίκου Σλέσβικ Χόλσταϊν - Σόντερμπουργκ - Γκλύξμπουργκ, ο οποίος ορκίστηκε συνταγματικός βασιλιάς της Ελλάδας με το όνομα "Γεώργιος Α' Βασιλεύς των Ελλήνων".
Το Σύνταγμα του 1864 συντάχθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα του Συντάγματος του Βελγίου του 1831, και της Δανίας του 1849, και καθιέρωνε σαφώς την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αφού μόνον αρμόδιο όργανο για την αναθεωρητική λειτουργία ήταν πλέον η Βουλή. Ακόμη, το άρθρο 31 επαναλάμβανε ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Έθνος και ενεργούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα, ενώ το άρθρο 44 καθιέρωνε το τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ του λαού, προβλέποντας ότι ο βασιλιάς έχει μόνον τις εξουσίες που του απονέμουν ρητώς το Σύνταγμα και οι σχετικοί με αυτό νόμοι.
Η Συνέλευση πρόκρινε το σύστημα της μιας Βουλής (μονήρους Βουλής) τετραετούς θητείας, και έτσι η Γερουσία καταργήθηκε, αφού πολλοί την κατέκριναν ως όργανο της μοναρχίας. Για την εκλογή των βουλευτών καθιερώθηκε η αρχή της άμεσης, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας, η οποία διεξάγεται και ενεργείται ταυτόχρονα σε όλη την επικράτεια.
Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 71, καθιερώθηκε το ασυμβίβαστο του βουλευτού με τα καθήκοντα του έμμισθου δημοσίου υπαλλήλου και του δημάρχου αλλά όχι και με εκείνα του εν ενεργεία αξιωματικού.
Το Σύνταγμα επαναλάμβανε αρκετές διατάξεις του Συντάγματος του 1844, όπως ότι ο βασιλιάς διορίζει και παύει τους υπουργούς αυτού και ότι οι τελευταίοι είναι υπεύθυνοι για το πρόσωπο του μονάρχη, προέβλεπε όμως επιπλέον τη δυνατότητα σύστασης από τη Βουλή "εξεταστικών των πραγμάτων επιτροπών". Επίσης, ο βασιλιάς διατηρούσε το δικαίωμα να συγκαλεί τακτικά και έκτατα τη Βουλή όπως και να τη διαλύει κατά την κρίση του, αλλά το περί διαλύσεως διάταγμα έπρεπε να είναι προσυπογραμμένο από το υπουργικό συμβούλιο.
2. Η καθιέρωση της κοινοβουλευτικής αρχής
Το Σύνταγμα επαναλάμβανε αυτολεξεί τη διάταξη του άρθρου 24 του Συντάγματος του 1844, κατά την οποία "Ο Βασιλεύς διορίζει και παύει τους Υπουργούς αυτού". Η διατύπωση αυτή άφηνε να εννοηθεί ότι οι υπουργοί ‘ήσαν οιονεί’ υφιστάμενοι του μονάρχη, συνεπώς υπεύθυνοι και έναντι αυτού, και όχι μόνον έναντι της Βουλής. Εξ άλλου, πουθενά δεν όριζε το Σύνταγμα ότι ο βασιλιάς ήταν υποχρεωμένος να διορίζει την Κυβέρνηση λαμβάνοντας υπόψη του τη θέληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Αυτήν ωστόσο την ερμηνεία υποστήριζαν οι εκσυγχρονιστικές πολιτικές δυνάμεις του τόπου επικαλούμενες την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και το πνεύμα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Κατόρθωσαν τελικά να την επιβάλουν με τη μορφή της αρχής της "δεδηλωμένης" εμπιστοσύνης της Βουλής, που διατυπώθηκε το 1875 από τον Χαρίλαο Τρικούπη και την οποία δεσμεύθηκε με το ‘Λόγο του θρόνου’, του ιδίου έτους, να τηρεί ο Γεώργιος ο Α': "Απαιτών ως απαραίτητον προσόν των καλουμένων παρ' εμού εις την κυβέρνησιν του τόπου την δεδηλωμένην προς αυτούς εμπιστοσύνην της πλειονοψηφίας των αντιπροσώπων του 'Έθνους, αποδέχομαι ίνα η Βουλή καθιστά εφικτήν την ύπαρξιν του προσόντος τούτου, ου άνευ αποβαίνει αδύνατος η εναρμόνιος λειτουργία του πολιτεύματος".
Η καθιέρωση της αρχής της "δεδηλωμένης", στο τέλος της πρώτης δεκαετίας της βασιλευομένης δημοκρατίας, συνέτεινε στην εξάλειψη μιας συνταγματικής πρακτικής η οποία, σε πολλά σημεία, είχε επαναλάβει τις αρνητικές εμπειρίες της οθωνικής περιόδου. Πράγματι, κατά το διάστημα 1864-1875 δεν έλειψαν ούτε οι εκλογές με αμφισβητούμενο κύρος ούτε, προ πάντων, η ενεργός ανάμιξη του θρόνου στα πολιτικά πράγματα μέσω του διορισμού κυβερνήσεων κοινοβουλευτικής μειοψηφίας ή του εξαναγκασμού σε παραίτηση κυβερνήσεων πλειοψηφίας, όταν η πολιτική τους δεν συνέπιπτε με εκείνη του στέμματος.
3. Οι καινοτομίες του συντάγματος του 1911
Το Σύνταγμα του 1864 παρέμεινε αναλλοίωτο μέχρι το 1911. Το τέλος του 19ου αιώνα και οι αρχές του 20ου, όμως, σηματοδοτούν σημαντικές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές και ανακατατάξεις. Η άνοδος της αστικής τάξης, η αλλαγή του ρόλου του στρατού, η σταδιακή εξαφάνιση ή αποδυνάμωση των παλαιών πολιτικών κομμάτων και πρακτικών και οι νέες οικονομικές συνθήκες δημιουργούν έντονες πιέσεις σε ένα πολιτικό οικοδόμημα που έχει διαμορφωθεί για να ανταποκρίνεται σε άλλα δεδομένα. Απόρροια των αλλαγών αυτών σε πολιτικό, διοικητικό και κοινωνικό επίπεδο υπήρξε το "στρατιωτικό κίνημα" στο Γουδί (1909).
Συνέπεια του κινήματος αυτού ήταν η άνοδος του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εξουσία, επικεφαλής του Κόμματος των Φιλελευθέρων, και η αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864 από τη Β΄ Αναθεωρητική Βουλή. Οι άξονες της αναθεώρησης του 1911 ήσαν η ενίσχυση των ατομικών ελευθεριών ("το δημόσιο δίκαιο των Ελλήνων" κατά την ορολογία της εποχής), η ενίσχυση του κράτους δικαίου και ο γενικότερος εκσυγχρονισμός των θεσμών.
Οι σημαντικότερες αλλαγές σε σχέση με το Σύνταγμα του 1864 στο επίπεδο της προστασίας των ατομικών ελευθεριών ήταν η λυσιτελέστερη προστασία της προσωπικής ασφάλειας, της φορολογικής ισότητας, του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι και του απαραβίαστου της κατοικίας. Επιπλέον, διευκολύνθηκε η αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιοκτησιών προς αποκατάσταση ακτημόνων γεωργών, με ταυτόχρονη δικαστική προστασία της ιδιοκτησίας.
'Αλλες σημαντικές αλλαγές ήταν η ίδρυση του εκλογοδικείου για την επίλυση των εκλογικών διαφορών από τις βουλευτικές εκλογές, η επέκταση των ασυμβιβάστων, η επανίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας ως ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου πια (το οποίο, όμως, συγκροτήθηκε και λειτούργησε υπό το κράτος του Συντάγματος του 1927), η βελτίωση της προστασίας της δικαστικής ανεξαρτησίας και η καθιέρωση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Τέλος, προβλέφθηκε για πρώτη φορά η υποχρεωτική και δωρεάν υποχρεωτική εκπαίδευση, αλλά και η καθαρεύουσα ως "επίσημη γλώσσα του Κράτους".
4. ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Η μεγάλη διάσταση απόψεων η οποία προέκυψε το 1915 μεταξύ του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου ως προς τον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής οδήγησε τη χώρα σε βαθιά κρίση και πήρε προεκτάσεις εθνικού διχασμού, με αποτέλεσμα η πολιτική ζωή να αποσταθεροποιηθεί. Οι διαφωνίες, σε συνταγματικό επίπεδο, αφορούσαν την έκταση των αρμοδιοτήτων του βασιλιά σε σχέση με το διορισμό της Κυβέρνησης, την παύση των υπουργών και τη διάλυση της Βουλής. Η περίοδος 1915-1920 υπήρξε εξαιρετικά ταραγμένη στο εσωτερικό της χώρας (παράλληλη ύπαρξη δύο κυβερνήσεων, κατοχή μέρους του ελληνικού εδάφους από ξένες δυνάμεις, πολιτικές λύσεις πέρα από κάθε συνταγματική νομιμότητα) αλλά ταυτόχρονα και ιδιαίτερα σημαντική, αφού αυξήθηκε κατά πολύ ο εθνικός χώρος.
Το Νοέμβριο του 1920 διεξήχθησαν βουλευτικές εκλογές στις οποίες επικράτησαν οι φιλοβασιλικές δυνάμεις. Επανήλθε στο θρόνο, με δημοψήφισμα, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ενώ συνεκλήθη και η ‘Γ΄ εν Αθήναις Εθνική Συνέλευση’ για την αναθεώρηση του Συντάγματος, που δεν τελεσφόρησε όμως (ενώ είχαν κατατεθεί εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και πρωτοποριακές προτάσεις) λόγω της μικρασιατικής καταστροφής.
Μετά την ήττα των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία εξερράγη στις 11 Σεπτεμβρίου 1922 στρατιωτικό κίνημα υπό τον Ν. Πλαστήρα, η οποία διέλυσε τη Συντακτική Συνέλευση και ανάγκασε το βασιλιά Κωνσταντίνο να παραιτηθεί εκ νέου.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (1924-1935)
1. ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1927
Στις 2 Ιανουαρίου 1924 συνήλθε η Δ' Εθνική Συνέλευση, και αποφάσισε την έκπτωση της δυναστείας αλλά και την κατάργηση του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (απόφαση που επικυρώθηκε με το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924).
Ενώ η Δ΄ Συντακτική Συνέλευση συνέχιζε τις εργασίες της για την κατάρτιση του νέου Συντάγματος, εξερράγη, στις 25 Ιουνίου 1925, το πραξικόπημα του στρατηγού Θ. Πάγκαλου. Μετά την πτώση της δικτατορίας Πάγκαλου εκλέχτηκε η "Βουλή της Α΄ Περιόδου", το 1926, η οποία τελικά ψήφισε το Σύνταγμα του 1927.
Το Σύνταγμα αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο για τις ρυθμίσεις του για τα κοινωνικά δικαιώματα όσο και για τους νέους πολιτικούς θεσμούς που εισάγει στο οργανωτικό του μέρος. Στο κεφάλαιο του "δημοσίου δικαίου των Ελλήνων" το Σύνταγμα του 1927 βελτιώνει την προστασία ορισμένων ατομικών δικαιωμάτων (π.χ. ελευθερία του τύπου) και καθιερώνει, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, κάποια κοινωνικά δικαιώματα (προστασία της εργασίας, της οικογένειας κλπ.). Κύριο όμως χαρακτηριστικό του είναι η πρόβλεψη του θεσμού του αιρετού ανώτατου άρχοντα, ο οποίος εκλέγεται από τη Βουλή και τη Γερουσία για πενταετή θητεία. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι πολιτικά ανεύθυνος, δεν μετέχει της νομοθετικής εξουσίας και μπορεί να διαλύσει τη Βουλή μόνο μετά από σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας.
Η νομοθετική εξουσία ασκείται από τη Βουλή και τη Γερουσία. Η Βουλή απαρτίζεται από 200-250 μέλη που εκλέγονται για τετραετή θητεία με άμεση καθολική και μυστική ψηφοφορία. Η Γερουσία απαρτίζεται από 120 μέλη, η θητεία των οποίων έχει διάρκεια εννέα ετών, αλλά η σύνθεσή της ανανεώνεται κάθε τρία χρόνια κατά το 1/3. Τουλάχιστον τα 9/12 από τα μέλη της Γερουσίας εκλέγονται από τον λαό, το 1/12 εκλέγεται από τη Βουλή και τη Γερουσία σε κοινή συνεδρίαση στην αρχή κάθε βουλευτικής περιόδου, ενώ τα υπόλοιπα 2/3 εκλέγονται με βάση τον θεσμό της επαγγελματικής αντιπροσωπείας.
Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των δύο σωμάτων κατά την ψήφιση ενός νόμου, το Σύνταγμα καθιέρωνε την υπεροχή της γνώμης της Βουλής.
Σημαντικό νέο στοιχείο υπήρξε, επίσης, η ρητή καθιέρωση του κοινοβουλευτικού συστήματος. Για πρώτη φορά ελληνικό Σύνταγμα περιλάμβανε διάταξη που όριζε ότι η Κυβέρνηση οφείλει "να απολαύη της εμπιστοσύνης της Βουλής".
Η Β΄ Ελληνική Δημοκρατία διήρκεσε μέχρι το 1935. Το 1935, ως αντίδραση σε ένα αποτυχημένο "βενιζελικό" πραξικόπημα, καταργήθηκε το Σύνταγμα του 1927, επανήλθε σε ισχύ εκείνο του 1911 και, εν μέσω έντονης πολιτικής αστάθειας, επανήλθε στον θρόνο μετά από δημοψήφισμα και ο βασιλιάς Γεώργιος. Στις 4 Αυγούστου του 1936 ο κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς κήρυξε δικτατορία, καθεστώς που διατηρήθηκε μέχρι την κατάληψη του ελληνικού εδάφους από τις γερμανικές δυνάμεις τον Απρίλιο του 1941.
3. ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, το φθινόπωρο του 1944, εφαρμόστηκε και πάλι το Σύνταγμα του 1911, αλλοιωμένο όμως από τα ανελεύθερα μέτρα που εισήγαγαν οι συντακτικές πράξεις και τα ψηφίσματα της ταραγμένης περιόδου της απελευθέρωσης και του εμφυλίου πολέμου. Το νέο Σύνταγμα, μετά από κυοφορία πέντε περίπου ετών, τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1952.
1. ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1927
Στις 2 Ιανουαρίου 1924 συνήλθε η Δ' Εθνική Συνέλευση, και αποφάσισε την έκπτωση της δυναστείας αλλά και την κατάργηση του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας (απόφαση που επικυρώθηκε με το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924).
Ενώ η Δ΄ Συντακτική Συνέλευση συνέχιζε τις εργασίες της για την κατάρτιση του νέου Συντάγματος, εξερράγη, στις 25 Ιουνίου 1925, το πραξικόπημα του στρατηγού Θ. Πάγκαλου. Μετά την πτώση της δικτατορίας Πάγκαλου εκλέχτηκε η "Βουλή της Α΄ Περιόδου", το 1926, η οποία τελικά ψήφισε το Σύνταγμα του 1927.
Το Σύνταγμα αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο για τις ρυθμίσεις του για τα κοινωνικά δικαιώματα όσο και για τους νέους πολιτικούς θεσμούς που εισάγει στο οργανωτικό του μέρος. Στο κεφάλαιο του "δημοσίου δικαίου των Ελλήνων" το Σύνταγμα του 1927 βελτιώνει την προστασία ορισμένων ατομικών δικαιωμάτων (π.χ. ελευθερία του τύπου) και καθιερώνει, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, κάποια κοινωνικά δικαιώματα (προστασία της εργασίας, της οικογένειας κλπ.). Κύριο όμως χαρακτηριστικό του είναι η πρόβλεψη του θεσμού του αιρετού ανώτατου άρχοντα, ο οποίος εκλέγεται από τη Βουλή και τη Γερουσία για πενταετή θητεία. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι πολιτικά ανεύθυνος, δεν μετέχει της νομοθετικής εξουσίας και μπορεί να διαλύσει τη Βουλή μόνο μετά από σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας.
Η νομοθετική εξουσία ασκείται από τη Βουλή και τη Γερουσία. Η Βουλή απαρτίζεται από 200-250 μέλη που εκλέγονται για τετραετή θητεία με άμεση καθολική και μυστική ψηφοφορία. Η Γερουσία απαρτίζεται από 120 μέλη, η θητεία των οποίων έχει διάρκεια εννέα ετών, αλλά η σύνθεσή της ανανεώνεται κάθε τρία χρόνια κατά το 1/3. Τουλάχιστον τα 9/12 από τα μέλη της Γερουσίας εκλέγονται από τον λαό, το 1/12 εκλέγεται από τη Βουλή και τη Γερουσία σε κοινή συνεδρίαση στην αρχή κάθε βουλευτικής περιόδου, ενώ τα υπόλοιπα 2/3 εκλέγονται με βάση τον θεσμό της επαγγελματικής αντιπροσωπείας.
Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των δύο σωμάτων κατά την ψήφιση ενός νόμου, το Σύνταγμα καθιέρωνε την υπεροχή της γνώμης της Βουλής.
Σημαντικό νέο στοιχείο υπήρξε, επίσης, η ρητή καθιέρωση του κοινοβουλευτικού συστήματος. Για πρώτη φορά ελληνικό Σύνταγμα περιλάμβανε διάταξη που όριζε ότι η Κυβέρνηση οφείλει "να απολαύη της εμπιστοσύνης της Βουλής".
2. Η ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ
Η Β΄ Ελληνική Δημοκρατία διήρκεσε μέχρι το 1935. Το 1935, ως αντίδραση σε ένα αποτυχημένο "βενιζελικό" πραξικόπημα, καταργήθηκε το Σύνταγμα του 1927, επανήλθε σε ισχύ εκείνο του 1911 και, εν μέσω έντονης πολιτικής αστάθειας, επανήλθε στον θρόνο μετά από δημοψήφισμα και ο βασιλιάς Γεώργιος. Στις 4 Αυγούστου του 1936 ο κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς κήρυξε δικτατορία, καθεστώς που διατηρήθηκε μέχρι την κατάληψη του ελληνικού εδάφους από τις γερμανικές δυνάμεις τον Απρίλιο του 1941.
3. ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, το φθινόπωρο του 1944, εφαρμόστηκε και πάλι το Σύνταγμα του 1911, αλλοιωμένο όμως από τα ανελεύθερα μέτρα που εισήγαγαν οι συντακτικές πράξεις και τα ψηφίσματα της ταραγμένης περιόδου της απελευθέρωσης και του εμφυλίου πολέμου. Το νέο Σύνταγμα, μετά από κυοφορία πέντε περίπου ετών, τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1952.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (1952-1967)
1. ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1952
Το Σύνταγμα του 1952 λόγω των ιδιαίτερων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών, που επικρατούσαν κατά την εκπόνηση του, υπήρξε συντηρητικό και έμεινε σε μεγάλο βαθμό προσκολλημένο στα συνταγματικά κείμενα του 1864/1911 και του 1927.
Η βασική καινοτομία του υπήρξε η ρητή κατοχύρωση του κοινοβουλευτισμού σε καθεστώς βασιλευόμενης δημοκρατίας.
Οι αρμοδιότητες του βασιλιά παρέμειναν οι ίδιες όπως προέβλεπε το προηγούμενο Σύνταγμα του 1911.
Ελάχιστες υπήρξαν οι καινοτομίες στα άρθρα περί Βουλής. Ο αριθμός των βουλευτών κάθε εκλογικής περιφέρειας προσδιοριζόταν αναλόγως του πληθυσμού της, ποτέ όμως ο αριθμός όλων των βουλευτών δεν μπορούσε να είναι κατώτερος των 150 και ανώτερος των 300.
Με δύο ερμηνευτικές δηλώσεις, υπό τα άρθρα 66 και 70, προβλεπόταν ότι η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος ήταν δυνατόν να καταστεί δια νόμου υποχρεωτική και ότι επιτρεπόταν η δια νόμου καθιέρωση του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι για τις γυναίκες στις βουλευτικές εκλογές.
Σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ.2 του Συντάγματος, κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, κατά το χρόνο της απουσίας της Βουλής ή της διακοπής των εργασιών της, ο βασιλιάς είχε την δυνατότητα να προβαίνει σε έκδοση νομοθετικών διαταγμάτων για τη ρύθμιση εξαιρετικά επειγόντων θεμάτων μετά από σύμφωνη γνώμη ειδικής επιτροπής από βουλευτές, η οποία οριζόταν στην αρχή κάθε συνόδου και ήταν σε ισχύ μέχρι την έναρξη της επόμενης.
2. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ
Την 21η Φεβρουαρίου 1963 κατατέθηκε πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος. Η αναθεώρηση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε τελικά λόγω της παραίτησης της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή τον Ιούνιο του ίδιου έτους, ενώ λίγους μήνες αργότερα διαλύθηκε και η Βουλή.
Η πολιτική κρίση που εκδηλώθηκε στις 15 Ιουλίου 1965 με τον εξαναγκασμό σε παραίτηση του εκλεγμένου Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου από τον τότε βασιλιά Κωνσταντίνο οδήγησε σε μια βαθιά πολιτική κρίση κατά την οποία τέθηκαν και πάλι σοβαρά ζητήματα λειτουργίας του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας.
Η στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967, που είχε διάρκεια επτά ετών, ψήφισε δύο συνταγματικά κείμενα, το 1968 και το 1973. Το τελευταίο μάλιστα προέβλεπε την αβασίλευτη μορφή του πολιτεύματος. Τα συνταγματικά αυτά κείμενα είχαν αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά, ήταν εξαιρετικά συντηρητικής νοοτροπίας και, σε κάθε περίπτωση, ποτέ δεν εφαρμόστηκαν.
1. ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1952
Το Σύνταγμα του 1952 λόγω των ιδιαίτερων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών, που επικρατούσαν κατά την εκπόνηση του, υπήρξε συντηρητικό και έμεινε σε μεγάλο βαθμό προσκολλημένο στα συνταγματικά κείμενα του 1864/1911 και του 1927.
Η βασική καινοτομία του υπήρξε η ρητή κατοχύρωση του κοινοβουλευτισμού σε καθεστώς βασιλευόμενης δημοκρατίας.
Οι αρμοδιότητες του βασιλιά παρέμειναν οι ίδιες όπως προέβλεπε το προηγούμενο Σύνταγμα του 1911.
Ελάχιστες υπήρξαν οι καινοτομίες στα άρθρα περί Βουλής. Ο αριθμός των βουλευτών κάθε εκλογικής περιφέρειας προσδιοριζόταν αναλόγως του πληθυσμού της, ποτέ όμως ο αριθμός όλων των βουλευτών δεν μπορούσε να είναι κατώτερος των 150 και ανώτερος των 300.
Με δύο ερμηνευτικές δηλώσεις, υπό τα άρθρα 66 και 70, προβλεπόταν ότι η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος ήταν δυνατόν να καταστεί δια νόμου υποχρεωτική και ότι επιτρεπόταν η δια νόμου καθιέρωση του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι για τις γυναίκες στις βουλευτικές εκλογές.
Σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ.2 του Συντάγματος, κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου, κατά το χρόνο της απουσίας της Βουλής ή της διακοπής των εργασιών της, ο βασιλιάς είχε την δυνατότητα να προβαίνει σε έκδοση νομοθετικών διαταγμάτων για τη ρύθμιση εξαιρετικά επειγόντων θεμάτων μετά από σύμφωνη γνώμη ειδικής επιτροπής από βουλευτές, η οποία οριζόταν στην αρχή κάθε συνόδου και ήταν σε ισχύ μέχρι την έναρξη της επόμενης.
2. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ
Την 21η Φεβρουαρίου 1963 κατατέθηκε πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος. Η αναθεώρηση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε τελικά λόγω της παραίτησης της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή τον Ιούνιο του ίδιου έτους, ενώ λίγους μήνες αργότερα διαλύθηκε και η Βουλή.
Η πολιτική κρίση που εκδηλώθηκε στις 15 Ιουλίου 1965 με τον εξαναγκασμό σε παραίτηση του εκλεγμένου Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου από τον τότε βασιλιά Κωνσταντίνο οδήγησε σε μια βαθιά πολιτική κρίση κατά την οποία τέθηκαν και πάλι σοβαρά ζητήματα λειτουργίας του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας.
Η στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967, που είχε διάρκεια επτά ετών, ψήφισε δύο συνταγματικά κείμενα, το 1968 και το 1973. Το τελευταίο μάλιστα προέβλεπε την αβασίλευτη μορφή του πολιτεύματος. Τα συνταγματικά αυτά κείμενα είχαν αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά, ήταν εξαιρετικά συντηρητικής νοοτροπίας και, σε κάθε περίπτωση, ποτέ δεν εφαρμόστηκαν.
Η ΤΡΙΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ (1974 - )
1. ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1975
Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα τον Ιούλιο του 1974, η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό την ηγεσία του Κων. Καραμανλή έθεσε ως πρώτο στόχο την εδραίωση της δημοκρατίας και την εξάλειψη των τραυματικών εμπειριών του εμφυλίου, και επανέφερε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, εκτός από τις διατάξεις του που αφορούσαν το βασιλιά. Οι πρώτες ελεύθερες βουλευτικές εκλογές έγιναν στις 17 Νοεμβρίου 1974, ενώ στις 8 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους διεξήχθη δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος. Το εκλογικό σώμα, με ποσοστό 69,18% εξέφρασε την εναντίον της βασιλευομένης δημοκρατίας βούλησή του, γεγονός που έκλεισε οριστικά το πολιτειακό ζήτημα στην Ελλάδα.
Το Σύνταγμα του 1975 εκπονήθηκε με βάση τα Συντάγματα του 1952 και του 1927, καθώς και την πρόταση αναθεώρησης του 1963. Πολλές διατάξεις του είχαν επίσης ως βάση το Σύνταγμα της Δυτ. Γερμανίας του 1949 και της Γαλλίας του 1958. Παρά τις έντονες αντιθέσεις που προκάλεσε το αρχικό σχέδιο συντάγματος (το οποίο είχε συντάξει η τότε κυβέρνηση Κ. Καραμανλή) το τελικό κείμενο συγκέντρωσε σταδιακά την ευρύτερη δυνατή αποδοχή και συναίνεση εκ μέρους των μεγάλων πολιτικών δυνάμεων της χώρας.
Το Σύνταγμα του 1975 περιέχει έναν ευρύ κατάλογο ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις των καιρών. Εισάγει το πολίτευμα της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όπου όμως ο αρχηγός του κράτους διατηρεί την αρμοδιότητα να παρεμβαίνει στην πολιτική ζωή. Το κράτος δικαίου προστατεύεται αποτελεσματικά, ενώ προβλέπεται και η συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς και - εμμέσως - στην τότε ΕΟΚ.
2. ΟΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ 1986 ΤΟΥ 2001 ΚΑΙ ΤΟΥ 2008
Παρά το γεγονός ότι οι αυξημένες αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν ασκήθηκαν ποτέ μέχρι το 1986, υπήρχαν εντούτοις ως υφιστάμενες δυνατότητες και επηρέασαν την εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων την περίοδο 1980-1985, δηλαδή κατά την πρώτη συνύπαρξη του Κ. Καραμανλή ως Προέδρου της Δημοκρατίας και της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου. Οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν και ο στόχος της αναθεωρητικής διαδικασίας του 1985-1986.
Στις 6 Μαρτίου του 1986, σύμφωνα με το άρθρο 110 του Συντάγματος που ορίζει ότι οι διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται σε αναθεώρηση εκτός από εκείνες που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας καθώς και μερικές άλλες διατάξεις, έντεκα άρθρα αναθεωρήθηκαν και ψηφίστηκε η μεταφορά του κειμένου του Συντάγματος στη δημοτική γλώσσα.
Με την αναθεώρηση αυτή οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας περιορίστηκαν σε σημαντικό βαθμό. Παρά την πολιτική και συνταγματική ένταση της περιόδου εκείνης, το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975/1986, που εισήγαγε ένα αμιγώς κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης, έγινε απολύτως αποδεκτό από όλες τις πολιτικές δυνάμεις.
Την άνοιξη του 2001 ψηφίστηκε μία νέα, πολύ πιο εκτεταμένη αυτή τη φορά, αναθεώρηση του Συντάγματος, και μάλιστα μέσα σε ένα συναινετικό κλίμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά το γεγονός ότι εβδομήντα εννέα συνολικά άρθρα του Συντάγματος τροποποιήθηκαν, η αναθεώρηση έγινε στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων αποδεκτή από τα τέσσερα πέμπτα του συνόλου των βουλευτών. Έτσι ο όρος "συναινετική αναθεώρηση" αποδίδει την πολιτική πραγματικότητα.
Το αναθεωρημένο Σύνταγμα εισάγει νέα ατομικά δικαιώματα (όπως πχ. την προστασία της γενετικής ταυτότητας ή την προστασία από την ηλεκτρονική επεξεργασία προσωπικών δεδομένων), εισάγει νέους κανόνες διαφάνειας στην πολιτική ζωή (χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων, προεκλογικές δαπάνες, σχέσεις των ιδιοκτητών μέσων μαζικής επικοινωνίας με το Κράτος κ.ά.), αναδιοργανώνει τη λειτουργία της Βουλής και ενισχύει το αποκεντρωτικό σύστημα της χώρας. Πάντως, η αναθεώρηση αυτή δεν ασχολήθηκε με κανένα μείζον θέμα λειτουργίας του πολιτεύματος, και αυτό τη διαφοροποιεί χαρακτηριστικά από εκείνη του 1986.
Με την τρίτη αναθεώρηση του Συντάγματος το Μάϊο του 2008, μεταξύ των ρυθμίσεων που έγιναν δεκτές, επισημαίνονται η κατάργηση του επαγγελματικού ασυμβίβαστου, που είχε θεσπιστεί με την αναθεώρηση του 2001, η προσθήκη των νησιωτικών και ορεινών περιοχών της χώρας στη μέριμνα του κοινού νομοθέτη και της Διοίκησης όταν πρόκειται για τη θέσπιση αναπτυξιακών μέτρων, η πρόβλεψη της δυνατότητας της Βουλής να υποβάλλει, υπό προϋποθέσεις, προτάσεις τροποποίησης επί μέρους κονδυλίων του προϋπολογισμού αλλά και η πρόβλεψη ειδικότερης διαδικασίας ως προς την παρακολούθηση από τη Βουλή της εκτέλεσης του προϋπολογισμού.
Σήμερα η Ελλάδα έχει ένα Σύνταγμα που διαθέτει και πολιτική και ιστορική νομιμοποίηση, είναι σύγχρονο και προσαρμοσμένο στις διεθνείς εξελίξεις και, παρά τις τυχόν επιφυλάξεις που θα μπορούσαν να διατυπωθούν σε επί μέρους ζητήματα, παρέχει ένα ικανοποιητικό θεσμικό πλαίσιο για την Ελλάδα του 21ου αιώνα
1. ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1975
Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα τον Ιούλιο του 1974, η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό την ηγεσία του Κων. Καραμανλή έθεσε ως πρώτο στόχο την εδραίωση της δημοκρατίας και την εξάλειψη των τραυματικών εμπειριών του εμφυλίου, και επανέφερε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, εκτός από τις διατάξεις του που αφορούσαν το βασιλιά. Οι πρώτες ελεύθερες βουλευτικές εκλογές έγιναν στις 17 Νοεμβρίου 1974, ενώ στις 8 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους διεξήχθη δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος. Το εκλογικό σώμα, με ποσοστό 69,18% εξέφρασε την εναντίον της βασιλευομένης δημοκρατίας βούλησή του, γεγονός που έκλεισε οριστικά το πολιτειακό ζήτημα στην Ελλάδα.
Το Σύνταγμα του 1975 εκπονήθηκε με βάση τα Συντάγματα του 1952 και του 1927, καθώς και την πρόταση αναθεώρησης του 1963. Πολλές διατάξεις του είχαν επίσης ως βάση το Σύνταγμα της Δυτ. Γερμανίας του 1949 και της Γαλλίας του 1958. Παρά τις έντονες αντιθέσεις που προκάλεσε το αρχικό σχέδιο συντάγματος (το οποίο είχε συντάξει η τότε κυβέρνηση Κ. Καραμανλή) το τελικό κείμενο συγκέντρωσε σταδιακά την ευρύτερη δυνατή αποδοχή και συναίνεση εκ μέρους των μεγάλων πολιτικών δυνάμεων της χώρας.
Το Σύνταγμα του 1975 περιέχει έναν ευρύ κατάλογο ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις των καιρών. Εισάγει το πολίτευμα της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όπου όμως ο αρχηγός του κράτους διατηρεί την αρμοδιότητα να παρεμβαίνει στην πολιτική ζωή. Το κράτος δικαίου προστατεύεται αποτελεσματικά, ενώ προβλέπεται και η συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς και - εμμέσως - στην τότε ΕΟΚ.
2. ΟΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ 1986 ΤΟΥ 2001 ΚΑΙ ΤΟΥ 2008
Παρά το γεγονός ότι οι αυξημένες αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν ασκήθηκαν ποτέ μέχρι το 1986, υπήρχαν εντούτοις ως υφιστάμενες δυνατότητες και επηρέασαν την εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων την περίοδο 1980-1985, δηλαδή κατά την πρώτη συνύπαρξη του Κ. Καραμανλή ως Προέδρου της Δημοκρατίας και της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου. Οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν και ο στόχος της αναθεωρητικής διαδικασίας του 1985-1986.
Στις 6 Μαρτίου του 1986, σύμφωνα με το άρθρο 110 του Συντάγματος που ορίζει ότι οι διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται σε αναθεώρηση εκτός από εκείνες που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας καθώς και μερικές άλλες διατάξεις, έντεκα άρθρα αναθεωρήθηκαν και ψηφίστηκε η μεταφορά του κειμένου του Συντάγματος στη δημοτική γλώσσα.
Με την αναθεώρηση αυτή οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας περιορίστηκαν σε σημαντικό βαθμό. Παρά την πολιτική και συνταγματική ένταση της περιόδου εκείνης, το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975/1986, που εισήγαγε ένα αμιγώς κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης, έγινε απολύτως αποδεκτό από όλες τις πολιτικές δυνάμεις.
Την άνοιξη του 2001 ψηφίστηκε μία νέα, πολύ πιο εκτεταμένη αυτή τη φορά, αναθεώρηση του Συντάγματος, και μάλιστα μέσα σε ένα συναινετικό κλίμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά το γεγονός ότι εβδομήντα εννέα συνολικά άρθρα του Συντάγματος τροποποιήθηκαν, η αναθεώρηση έγινε στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων αποδεκτή από τα τέσσερα πέμπτα του συνόλου των βουλευτών. Έτσι ο όρος "συναινετική αναθεώρηση" αποδίδει την πολιτική πραγματικότητα.
Το αναθεωρημένο Σύνταγμα εισάγει νέα ατομικά δικαιώματα (όπως πχ. την προστασία της γενετικής ταυτότητας ή την προστασία από την ηλεκτρονική επεξεργασία προσωπικών δεδομένων), εισάγει νέους κανόνες διαφάνειας στην πολιτική ζωή (χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων, προεκλογικές δαπάνες, σχέσεις των ιδιοκτητών μέσων μαζικής επικοινωνίας με το Κράτος κ.ά.), αναδιοργανώνει τη λειτουργία της Βουλής και ενισχύει το αποκεντρωτικό σύστημα της χώρας. Πάντως, η αναθεώρηση αυτή δεν ασχολήθηκε με κανένα μείζον θέμα λειτουργίας του πολιτεύματος, και αυτό τη διαφοροποιεί χαρακτηριστικά από εκείνη του 1986.
Με την τρίτη αναθεώρηση του Συντάγματος το Μάϊο του 2008, μεταξύ των ρυθμίσεων που έγιναν δεκτές, επισημαίνονται η κατάργηση του επαγγελματικού ασυμβίβαστου, που είχε θεσπιστεί με την αναθεώρηση του 2001, η προσθήκη των νησιωτικών και ορεινών περιοχών της χώρας στη μέριμνα του κοινού νομοθέτη και της Διοίκησης όταν πρόκειται για τη θέσπιση αναπτυξιακών μέτρων, η πρόβλεψη της δυνατότητας της Βουλής να υποβάλλει, υπό προϋποθέσεις, προτάσεις τροποποίησης επί μέρους κονδυλίων του προϋπολογισμού αλλά και η πρόβλεψη ειδικότερης διαδικασίας ως προς την παρακολούθηση από τη Βουλή της εκτέλεσης του προϋπολογισμού.
Σήμερα η Ελλάδα έχει ένα Σύνταγμα που διαθέτει και πολιτική και ιστορική νομιμοποίηση, είναι σύγχρονο και προσαρμοσμένο στις διεθνείς εξελίξεις και, παρά τις τυχόν επιφυλάξεις που θα μπορούσαν να διατυπωθούν σε επί μέρους ζητήματα, παρέχει ένα ικανοποιητικό θεσμικό πλαίσιο για την Ελλάδα του 21ου αιώνα
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣΤΕ ΜΑΣ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΣΑΣ