«Το ζήτημα πια έχει τεθεί.
Ή θα συνεχίζουμε να γονατίζουμε ή θα υψώσουμε άλλον πύργο,
ατίθασο απέναντί τους»
(Μιχάλης Κατσαρός, Κατά Σαδδουκαίων)
Καμιά διάθεση αστεϊσμού, καθώς το ερώτημα τίθεται εναγώνια από έναν ολόκληρο λαό, αν και, όπως φαίνεται από τις εντεινόμενες συζητήσεις των τελευταίων ημερών για την τύχη του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, δεν αφορά μόνο τον δικό μας λαό.
Και τίθεται με υπαρξιακούς όρους, καθώς οι υπερασπιστές του ευρωμονόδρομου (από τη Δεξιά μέχρι την Αριστερά) αρέσκονται να παρουσιάζουν το ενδεχόμενο εξόδου της χώρας μας από την Ευρωζώνη με όρους εθνικής καταστροφής. Στην περίπτωση, μάλιστα, μιας –όλο και πιο πιθανής- διάλυσης της Ευρωζώνης, η καταστροφολογία εκδηλώνεται σαν πανικός.
Η απάντηση των καταστροφολόγων παραπέμπει, όντως, στις σελίδες της «Αποκάλυψης». Αποκαλύπτοντας, έτσι, τη βαθιά, θρησκευτικού τύπου, δογματική προσήλωση τους στο αναπόδεικτο, με διακηρύξεις πίστης στη μόνη Αλήθεια, απειλώντας με δεινά τους άπιστους, που ενδέχεται να παρασυρθούν από τις δυνάμεις του Κακού. Στην προκειμένη περίπτωση, όσους αρνούνται να δεχτούν πως οι τύχες του λαού μας και των άλλων ευρωπαϊκών λαών εξαρτώνται από την τύχη ενός νομίσματος, που αντιμετωπίζεται ως φετίχ. Αναμφιβόλως, η σύζευξη μονοθεϊσμού και ειδωλολατρίας είναι εκπληκτική: ένας είναι ο Θεός, το ευρώ, και πέραν αυτού η γέενα του πυρός!
Παράδοξο μεν, αληθές δε! Οι ομνύοντες στον ορθολογισμό, οι τεχνοκράτες, που συνήθως εγκαλούν τους διαφωνούντες με τις όποιες προτάσεις τους, προβάλλοντας τη θετικιστική σχέση αιτίου-αποτελέσματος, αποφεύγουν να απαντήσουν στο πιο απλό και βασικότερο των ερωτημάτων:
Αν καθετί κρίνεται εκ του αποτελέσματος, πώς θα κρίναμε τα αποτελέσματα που επέφερε στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, ακόμα και πριν το ξέσπασμα της κρίσης, η κατάργηση των εθνικών νομισμάτων και η εισαγωγή του ευρώ;
Για τους υπερασπιστές της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής το ερώτημα δεν έχει καμιά σημασία, καθώς η εισαγωγή του ευρώ αποτελεί σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής-ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης. Γι’ αυτούς, τα αποτελέσματα δεν κρίνονται, σε καμιά περίπτωση, στο επίπεδο των επιπτώσεων στο βιοτικό επίπεδο των ευρωπαϊκών λαών, αλλά στη δυνατότητα ή μη του συνασπισμού των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων να ενισχύει τη θέση του στο πεδίο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.
Για την Αριστερά; Τι είναι αυτό που κάνει τις κύριες δυνάμεις της στην Ευρώπη, κάποια τμήματά της και στη χώρα μας, να αποφεύγουν το ερώτημα; Προς τι η εναρμόνιση με την καταστροφολογία, όταν είναι σαφές πως η πορεία προς την καταστροφή, όσον αφορά το εργατικό και λαϊκό εισόδημα έχει συνδεθεί αδιάσπαστα με την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος; Αυτή η Αριστερά του ορθολογισμού και της υπευθυνότητας, που θέλει να βασίζεται στη ρεαλιστική μελέτη των πραγματικών δεδομένων, γιατί επιμένει να αποσυνδέει τους δείκτες της σταθερής πτώσης του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων από την εισαγωγή του ευρώ; Επιπλέον, πώς είναι δυνατόν μια Αριστερά να αποφεύγει να τοποθετηθεί ως τέτοια (άρα ως έκφραση των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων) στους εκβιασμούς που ασκούνται, με βάση ακριβώς το νόμισμα, για την αποδοχή των αλλεπάλληλων μέτρων που οδηγούν στην ολοκλήρωση της διαδικασίας ξεθεμελιώματος κατακτήσεων ενός αιώνα;
Να αναμετρηθούμε με το ερώτημα
Αν κάποια Αριστερά επιμένει στην υπεράσπιση ενός «ευρωπαϊκού προσανατολισμού», που θα… ίσως… αν… όταν… και τότε… που… προσεγγίζει τα όρια της ουτοπίας -μιας ουτοπίας θλιβερής, καθώς πλάθει μύθους στο πλαίσιο της αποδοχής της κυρίαρχης πραγματικότητας- πού βρίσκεται η άλλη Αριστερά; Πού βρίσκεται η απάντηση που δίνουν οι άλλες δυνάμεις, εκείνες που επιδιώκουν μια γειωμένη πολιτική παρέμβαση, που να πείθει ότι, ναι! Υπάρχει ζωή μετά το ευρώ! Ναι! Δεν είναι μοιραίο αυτός ο τόπος να φτάσει στην πλήρη καταστροφή, προς χάριν της στρατηγικής συμμαχίας του ελληνικού κεφαλαίου με τις άλλες ιμπεριαλιστικές κυρίαρχες τάξεις της Ε.Ε.!
Αυτή η Αριστερά, σε όλες της εκδοχές, είναι υποχρεωμένη να απαντήσει. Όχι τόσο στην κινδυνολογία των υπερασπιστών του ευρωμονόδρομου όσο στην εναγώνια ερώτηση που θέτει ο κόσμος της εργασίας: μετά το ευρώ, τι;
Είναι προφανές, πως η απάντηση έχει να κάνει με την εκτίμηση των όρων υπό τους οποίους η Ελλάδα θα μπορούσε να αποτινάξει το ζυγό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε άμεση σχέση με την αποτίναξη του ζυγού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Άρα, με την εκτίμηση της δυνατότητας ανατροπής της πολιτικής των μνημονίων και της δυνατότητας μιας διεξόδου που να εξυπηρετεί τα λαϊκά συμφέροντα, δηλαδή τα εθνικά, από τη σκοπιά του έθνους των εργαζομένων.
Με δηλωμένες τις θέσεις του συνόλου των αριστερών δυνάμεων, είναι σαφές ότι το τμήμα εκείνο που παραμένει προσηλωμένο στην ταύτιση των εθνικών και λαϊκών συμφερόντων με την αστική στρατηγική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι μειοψηφικό, ακόμα κι αν συνυπολογίσουμε και το κόμμα της ΔΗΜΑΡ, που βρίσκεται στα όρια μεταξύ της Αριστεράς και του Μαύρου Μετώπου ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ.
Με δηλωμένες τις λαϊκές διαθέσεις, μέσω αλλεπάλληλων δημοσκοπήσεων, η έξοδος από το ευρώ εκφράζει σημαντικό τμήμα του λαού μας, που όλο και αυξάνεται. Μόνο που αυξάνεται ταυτόχρονα και η αγωνία, την οποία εκφράζει το ερώτημα «μετά το ευρώ, τι:», που τίθεται καλοπροαίρετα, με επίγνωση ότι δεν υπάρχει καμιά ελπίδα για τους εργαζόμενους, όσο η χώρα παραμένει στην Ευρωζώνη.
Τι απαντάμε; Με εξαγγελίες οραματικών στόχων; Με βερμπαλιστικές αναφορές στον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό; Με «συνταγές για τις ταβερνούλες του μέλλοντος»;
Τι απαντάμε; Με κάλεσμα σε ενότητα κι αγώνα για την αντικαπιταλιστική ανατροπή, και μετά… βλέπουμε; Μας αρκούν τα «αντί»; Πείθουν τον κόσμο που αγωνιά οι γενικόλογες τοποθετήσεις, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση ενός προγράμματος αριστερής διεξόδου, αλλά αποφεύγουν να αναμετρηθούν με το συγκεκριμένο; Και ποιο είναι, στην προκειμένη περίπτωση, το συγκεκριμένο;
Αν μόλις πριν δυο χρόνια έθετε κάποιος το ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ρεφορμιστή: Όταν η παραγωγική ανασυγκρότηση προτείνεται από αριστερές δυνάμεις στο πλαίσιο των κυρίαρχων σχέσεων ταξικής εξουσίας, επιχειρείται η υπεράσπιση λαϊκών συμφερόντων με όρους διατήρησης αυτών των σχέσεων, που δεν αμφισβητούνται.
Τι άλλαξε μέσα σ’ αυτά τα δυο χρόνια; Μπορούμε σήμερα να μιλήσουμε για παραγωγική ανασυγκρότηση, χωρίς να κινδυνεύουμε να περιορίσουμε την παρέμβασή μας στα όρια που θέτει η κυρίαρχη κατάσταση; Κι αν ναι, γιατί;
Θεωρώ πως μπορούμε και επιβάλλεται να το κάνουμε! Ακριβώς γιατί αποτελεί απαίτηση εργαζόμενων λαϊκών δυνάμεων και δεν προκύπτει ως εγκεφαλική σύλληψη κάποιων αριστερών, που εννοούν να συμβουλεύουν το κεφάλαιο για την καλύτερη διαχείριση των ζητημάτων καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ακριβώς γιατί η οποιαδήποτε συζήτηση για παραγωγική ανασυγκρότηση σήμερα, μας υποχρεώνει να αναμετρηθούμε με το κεντρικό ζήτημα της εξουσίας!
Παραγωγική ανασυγκρότηση και Αριστερό Μέτωπο
Το ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης προκύπτει ως αναπότρεπτο ερώτημα, μετά την απάντηση στο αν υπάρχει ζωή μετά το ευρώ. Σχετίζεται άμεσα με το ποιος θα έχει την εξουσία σε μια ενδεχόμενη έξοδο από την Ευρωζώνη. Γιατί δεν έχουν εντελώς άδικο οι καταστροφολόγοι, δεξιοί και αριστεροί.
Η επάνοδος στο εθνικό νόμισμα, που μπορεί να προκύψει είτε ως συνέπεια της εξώθησης από τις κυρίαρχες δυνάμεις της Ε.Ε. σε έξοδο από το ευρώ είτε ως αναγκαστική συνέπεια της διάλυσης της Ευρωζώνης, εμπεριέχει σαφείς και προφανείς κινδύνους για το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Όμως, δεν ισχύει κάτι τέτοιο αν την πρωτοβουλία κινήσεων την έχει το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Αν η έξοδος από το ευρώ έρθει ως συνέπεια της ανατροπής του συσχετισμού δυνάμεων προς όφελος του κόσμου της εργασίας.
Κι εδώ είναι που τίθεται το ζήτημα του προγράμματος. Το οποίο δεν μπορεί να προκύψει ξαφνικά, μετά την ενδεχόμενη ανατροπή, ούτε αποτελεί υπόθεση ετούτης ή της άλλης μικρής ή μεγαλύτερης αριστερής πολιτικής συλλογικότητας (κόμματος, οργάνωσης, μετωπικού σχήματος), όσο κι αν κάθε προσπάθεια σε μια τέτοια κατεύθυνση μόνο ως θετική θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί.
Η επεξεργασία ενός προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης αποτελεί υπόθεση συνδυασμένης προσπάθειας πολιτικών συλλογικοτήτων, επιστημονικών κύκλων, συγκροτημένων δυνάμεων του εργατικού, νεολαιίστικου και λαϊκού κινήματος. Μια τέτοια προσπάθεια απαιτεί τη μελέτη της σύγχρονης ελληνικής και διεθνούς πραγματικότητας, την εξέταση των δυνατοτήτων που προσφέρονται για αυτοδύναμη οικονομική ανάπτυξη και για αναπροσανατολισμό των οικονομικών μας συναλλαγών (άρα και των πολιτικών μας σχέσεων) σε διεθνές επίπεδο, σε μια συνθήκη που θα διαμορφώνει η ανατροπή της αστικής πολιτικής κυριαρχίας με την ενεργό και σταθερή παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα.
Θα ήταν έως και γελοία κάθε αναφορά σε έναν απροσδιόριστο «σοσιαλιστικό κοινωνικό μετασχηματισμό», που δεν θα έπαιρνε σοβαρά υπόψη τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Αριστερά και στα μαζικά κινήματα σε μια περίοδο μετάβασης. Σε μια περίοδο δυαδικής εξουσίας, κατά την οποία διατηρείται μια επισφαλής και ασταθής ισορροπία ανάμεσα στον συνασπισμό δυνάμεων που χάνουν την εξουσία και στον συνασπισμό των δυνάμεων που τη διεκδικούν, έχοντας αναλάβει ήδη κυβερνητικές ευθύνες.
Είναι προφανές πως μιλάμε για το καίριο ζήτημα της εξουσίας, γιατί μόνο με τη διεκδίκησή της μπορούμε να κάνουμε λόγο για τη δική μας απάντηση στα ζωτικού χαρακτήρα ερωτήματα, τα οποία θέτει η αγωνία των κοινωνικών τάξεων, στρωμάτων και κατηγοριών που εντάσσονται εν δυνάμει σε ένα λαϊκό συνασπισμό, ικανό να στηρίξει μια ανατρεπτική διαδικασία.
Όσο σκληρό κι αν ακούγεται, η απροθυμία μελέτης της ίδιας της πραγματικότητας που θέλουμε να αλλάξουμε και επεξεργασίας ενός συγκεκριμένου προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης, ικανού να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει η προοπτική της ενδεχόμενης –και επιδιωκόμενης- ανόδου στην εξουσία των αριστερών δυνάμεων, δεν μπορεί να ερμηνευτεί αλλιώς, παρά με την υποψία (ή βεβαιότητα;) πως οι δυνάμεις αυτές δεν έχουν πειστεί και τόσο ότι πράγματι έχουμε μπει σε μια περίοδο που η ανατροπή είναι μια πραγματική δυνατότητα για το σήμερα ή έστω για το άμεσα προβλέψιμο μέλλον.
Την υποψία ενισχύει, δυστυχώς, μια σειρά γεγονότων. Με πιο χαρακτηριστική την τραγική αδυναμία κατανόησης της δυναμικής του κινήματος των πλατειών του καλοκαιριού, που αφέθηκε να εκπνεύσει, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια αναζωογόνησης με τον ερχομό του Σεπτέμβρη.
Την ανεπαρκή αντίδραση της Αριστεράς, στο σύνολό της, απέναντι στο κοινοβουλευτικό πραξικόπημα που έφερε στην κυβέρνηση το Μαύρο Μέτωπο. Το βασιλικό πραξικόπημα του ’65 αντιμετωπίστηκε με τα Ιουλιανά. Τώρα;
Τις χλιαρές –περιορισμένες σε φραστικό επίπεδο- αντιδράσεις για την ανάθεση της πρωθυπουργίας σε έναν κατ΄ εξοχήν εκπρόσωπο του μεγάλου κεφαλαίου και την υπουργοποίηση τσεκουροφόρων φασιστών, που σε άλλες συνθήκες θα ξεσήκωνε ακόμα και λαϊκή εξέγερση.
Ακόμα-ακόμα και την ανυπαρξία πρόνοιας για τη μαζική περιφρούρηση της κατάληψης της ΔΕΗ στη Μεσογείων, την πλήρη αδιαφορία για την οργάνωση ενός παλλαϊκού συλλαλητηρίου συμπαράστασης προς τους απεργούς της Χαλυβουργίας, που επί ένα μήνα μάχονται μόνοι.
Αλλά και την αδιανόητη αμηχανία (ή μήπως αδιαφορία;) μπροστά σε όσα συμβαίνουν στις ένοπλες δυνάμεις, με την πρωτοφανή για τα ιστορικά δεδομένα εισβολή απόστρατων διαδηλωτών στο Πεντάγωνο, τη στρατιωτική στάση, που εκφράστηκε με την απείθεια στις διαταγές του Μπεγλίτη, των επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων στην παρέλαση της Θεσσαλονίκης στις 28 Οκτωβρίου, την αντικατάσταση, εν μια νυκτί, της ηγεσίας του στρατεύματος κ.λπ.
Πάνω απ’ όλα, οι δυνάμεις εκείνες που συμπίπτουν πλέον, εδώ και καιρό, σε μια λίγο ως πολύ κοινή –όσο κι αν παραμένει γενικόλογη- πρόταση άμεσων στόχων (έξοδος από το ευρώ, ρήξη με την Ε.Ε., εθνικοποίηση των Τραπεζών και στρατηγικών τομέων της οικονομίας υπό τον έλεγχο των εργαζομένων, αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος κ.λπ.), δεν φαίνεται να βιάζονται και τόσο! Αν δεν υπήρχαν οι ανεπάρκειες, όπως αυτές που αναφέρθηκαν μόλις πριν, θα σκεφτόμασταν ότι νομίζουν πως ο χρόνος δουλεύει για μας. Μάλλον, κατώτερες των περιστάσεων αποδεικνύονται. Κάπως σαν φοβισμένοι συμπεριφερόμαστε.
Τρομαγμένοι, μπροστά στα καθήκοντα που μας αναθέτει η συγκυρία της ολόπλευρης κρίσης του συστήματος, συνεχίζουμε με τους ρυθμούς που έχουμε συνηθίσει. Περιμένοντας τις εκλογές και την αξιοπρεπή καταγραφή, ίσως και μια εξέγερση που θα μας φέρει στο προσκήνιο. Μια εξέγερση που, όμως, ενδεχομένως να εκπνεύσει, κάτω από το βάρος της άγριας καταστολής από το Μαύρο Μέτωπο, λειτουργώντας ως πρόσχημα για την περαιτέρω μετάλλαξη του ίδιου του πολιτεύματος σε πιο αντιδραστική κατεύθυνση. Ή και να αξιοποιηθεί από άλλες δυνάμεις, που δεν μπορούμε να φανταστούμε. Ο Έλληνας Κίρχνερ θα ήταν η καλύτερη περίπτωση. Αλλά και τότε, η ιστορική ευκαιρία θα έχει χαθεί για μας, Και μαζί με μας και για τις κοινωνικές δυνάμεις που θέλουμε να εκπροσωπήσουμε…
Υπάρχει ζωή μετά το ευρώ; Ασφαλώς και υπάρχει! Το ζήτημα είναι αν θα έχει τα χαρακτηριστικά που εμείς και ο εργαζόμενος λαός θέλουμε ή θα την καθορίσουν άλλοι παράγοντες εν τη απουσία μας.
Σήμερα, που το Μαύρο Μέτωπο χρωματίζει με την κυριαρχία του την καθημερινότητα αυτού του τόπου, ο καθένας ας αναλάβει τις ευθύνες του. Η Ιστορία θα είναι αμείλικτη στην κρίση της.
Ή συγκροτούμε το Αριστερό Μέτωπο, επεξεργαζόμενοι σαφές πρόγραμμα ανατρεπτικής διεξόδου ή θα έχουμε την τύχη κινημάτων που έσβησαν ως πολιτικές δυνάμεις και μετατράπηκαν σε εξωιστορικά φαινόμενα.
listonplace.blogspot.com
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣΤΕ ΜΑΣ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΣΑΣ