Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912) η Στρατιά Μακεδονίας στράφηκε προς τη Δυτική Μακεδονία. Το Υπουργείο Στρατιωτικών συνέστησε στον Αρχηγό της Στρατιάς Διάδοχο Κωνσταντίνο να συνδυάσει τις επιθετικές του ενέργειες εναντίον των Τούρκων στην περιοχή του Μοναστηρίου με τις αντίστοιχες σερβικές, με σκοπό τη γρήγορη εκκαθάριση της καταστάσεως και την αιχμαλωσία των τουρκικών δυνάμεων που συμπτύσσονταν προς νότια.
Σύμφωνα με τις απόψεις της Κυβερνήσεως, που τις έκανε γνωστές στη Στρατιά, υπήρχε κίνδυνος οι τουρκικές δυνάμεις σε περίπτωση διαφυγής τους να τραπούν προς την Ήπειρο και να ενισχύσουν την τουρκική φρουρά των Ιωαννίνων.
Μετά την κατάληψη του Μοναστηρίου από τους Σέρβους, αφού ο Ελληνικός Στρατός δεν πρόλαβε λόγω των κακών καιρικών συνθηκών και των μεγάλων αποστάσεων, το Υπουργείο Στρατιωτικών θεώρησε σκόπιμο να διατεθούν δύο μεραρχίες για την απελευθέρωση της Κορυτσάς κατά πρώτο λόγο και μετά των άλλων πόλεων της Δυτικής Μακεδονίας.
Μετά την ανακωχή που υπογράφτηκε μεταξύ Σερβίας, Μαυροβουνίου, Βουλγαρίας από τη μία πλευρά και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την άλλη, η Στρατιά ανέφερε προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών ότι δεν έκρινε σκόπιμη τη συνέχιση των επιχειρήσεων προς την Κορυτσά, εφόσον διαπιστωνόταν μέχρι τις 18 Νοεμβρίου 1912 ότι ο κύριος όγκος του τουρκικού στρατού αποχώρησε προς τα Ιωάννινα. Η Κυβέρνηση εμπρός στη νέα κατάσταση συμφώνησε, καθόσο ήταν αναγκαία η συγκέντρωση σημαντικού μέρους του στρατού στη Θεσσαλονίκη, ενόψει της αποβάσεως στη χερσόνησο Καλλιπόλεως για τη διάνοιξη των στενών του Ελλησπόντου.
Στις 19 Νοεμβρίου συγκροτήθηκε Τμήμα Στρατιάς με αποστολή την εξασφάλιση των περιοχών Καστοριάς και Φλώρινας σε περίπτωση που οι Τούρκοι επιχειρούσαν να επιτεθούν εναντίον τους. Διοικητής του ορίσθηκε ο Υποστράτηγος Κωνσταντίνος Δαμιανός.
Οι δυνάμεις του τουρκικού στρατού που είχαν παραμείνει στην περιοχή της Κορυτσάς υπολογίζονταν σύμφωνα με πληροφορίες σε 13 τάγματα πεζικού (10.000 - 12.000 άνδρες). Εξαιτίας της διακοπής των επιχειρήσεων των Σέρβων, το μεγαλύτερο μέρος τους κατείχε θέσεις απέναντι στα ελληνικά τμήματα τα οποία και παρενοχλούσαν με συνεχείς προσβολές.
Στις 11:00 της 29ης Νοεμβρίου, ισχυρές τουρκικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον των προφυλακών του Τμήματος Στρατιάς (Συγκρότημα 1ου Συντάγματος Ιππικού) και μετά από σκληρό αγώνα τις εξανάγκασαν να συμπτυχθούν προς τα δυτικά της Μπίγλιστας, στα υψώματα της Καπεστίτσας, όπου είχαν προωθηθεί μονάδες του πεζικού των Μεραρχιών.
Η Στρατιά Μακεδονίας μετά από σχετική πρόταση του Τμήματος Στρατιάς, επέτρεψε την ανάληψη αντεπιθέσεως εναντίον των τουρκικών δυνάμεων.
Η ενέργεια από την 3η και την 6η Μεραρχία, Απόσπασμα της 5ης Μεραρχίας και το 1ο Σύνταγμα Ιππικού υπήρξε κεραυνοβόλος.
Μετά από ορμητική επίθεση στις 5 Δεκεμβρίου, οι τουρκικές δυνάμεις στην περιοχή της Μπίγλιστας ανατράπηκαν και καταδιώχθηκαν προς την στενωπό Τσαγκόνι και τις ορεινές διαβάσεις του όρους Μοράβα.
Στις 6 Δεκεμβρίου συνεχίσθηκε η προώθηση των Ελληνικών Δυνάμεων προς τα δυτικά και παρά την τραχύτητα του εδάφους και την εχθρική αντίσταση στις πλαγιές του χιονοσκέπαστου Μοράβα, τις βραδινές ώρες έφτασαν και εγκαταστάθηκαν αμέσως ανατολικά της Κορυτσάς.
Στις 7 Δεκεμβρίου 1912 ώρα 06:00 ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στην Κορυτσά και μέσα σε συγκινητικές εκδηλώσεις των κατοίκων υψώθηκε στο Διοικητήριο της πόλεως η Ελληνική Σημαία.
Μία εβδομάδα αργότερα, στις 14 Δεκεμβρίου, η 3η Μεραρχία προώθησε Τάγμα του 12ου Συντάγματος Πεζικού προς τη Μοσχόπολη την οποία και απελυθέρωσε χωρίς να συναντήσει εχθρική αντίσταση.
(από το βιβλίο Ο ΒΟΡΕΙΟΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ - Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣΤΕ ΜΑΣ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΣΑΣ