Ενας στοχαστής της ελευθερίας
Πριν από λίγους μήνες συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από τον θάνατο και 100 από τη γέννηση του Γιάννη Ιμβριώτη. Με το άρθρο μου αυτό θα επιχειρήσω να ανιχνεύσω τις κύριες δομές της σκέψης του Ιμβριώτη κατά τη μαρξιστική του περίοδο και συνάμα να αναζητήσω επαρκή τεκμήρια, «ενδογενή» και «εξωγενή», για την κατανόηση των λόγων που τον έκαναν να αναβάλλει κάθε φορά το εγχείρημα για την ολοκληρωμένη αποτύπωση των φιλοσοφικών αντιλήψεών του.
Ο Γιάννης Ιμβριώτης ξεκίνησε ως μελετητής του Freud, δημοσιεύοντας 25χρονος το 1923 στο Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου εκτενή μελέτη για την ψυχανάλυση. Ακολούθησαν οι πραγματείες του για την παθολογική μνήμη και τη μορφολογική ψυχολογία για να συντελεσθεί, το 1939, η μετάθεση των ενδιαφερόντων του προς τη φιλοσοφία με τη μονογραφία που αφιέρωσε στη σκέψη του Bergson, δηλαδή σε ένα θέμα που συγκίνησε πλειάδα ελλήνων διανοητών του Μεσοπολέμου. Ο Ιμβριώτης στη διάρκεια της Κατοχής πρωτοστατεί στην αντιστασιακή κίνηση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εντάσσεται στο ΕΑΜ. Το πρώτο κείμενο με το οποίο δημοσιοποιεί την ιδεολογική στροφή του είναι η εργασία του «Ο Γληνός φιλόσοφος» που θα συμπεριληφθεί στο αφιέρωμα των εκδόσεων «Τα Νέα βιβλία» για τον Δ. Γληνό.
Δημοτικισμός και υποκειμενικότητα
Μετά την παύση του, το 1946, και κατά τη διάρκεια της εκτόπισής του, ως το 1951, οπότε θα εκλεγεί βουλευτής της ΕΔΑ, συνεργάζεται στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», αναλύοντας λόγου χάρη με το νέο ιδεολογικό πρίσμα το ιδανικό της νιότης του, τον δημοτικισμό, ή συζητώντας το πρόβλημα της υποκειμενικότητας. Ηταν η στιγμή, στην κορύφωση του εμφυλίου πολέμου, που είχαν διεισδύσει στις παρυφές της αριστερής διανόησης ο υπαρξισμός και ο περσοναλισμός, μολονότι ήταν κάπως έτοιμο το έδαφος να καρπίσουν στα «λαϊκοδημοκρατικά» ιδεολογήματα που είχαν εμπνεύσει π.χ. την ποίηση του Ν. Βρεττάκου. Αξιοπρόσεκτη είναι η κατακλείδα του δοκιμίου που τιτλοφορείται «Η "μοίρα του ατόμου" και οι μοιραίοι απολογητές της», ως προτύπωση κατοπινών επεξεργασιών, και στο οποίο συζητά τη σχέση ελευθερίας και ανάγκης στο πεδίο της φύσης, της κοινωνίας και της βούλησης του ανθρώπου (1949).
Η φιλοσοφική ωριμότητα του Ιμβριώτη αποτυπώνεται στο τελευταίο του έργο με τίτλοΔοκίμια μαρξιστικής φιλοσοφίας (1978) που απαρτίζεται από τρία εκτενή μελετήματα με νοηματική αλληλουχία (αφορούν γνωσιοθεωρητικές και οντολογικές πτυχές του «διαλεκτικού υλισμού») και με έκδηλη τη μεγαλύτερη αυστηρότητα των εννοιολογικών αναλύσεων. Ο μαρξισμός νοείται ως η «συνεπέστερη υλοκρατική κοσμοαντίληψη» που θεμελιώνει τις αρχές της στην επιστημονική γνώση και επομένως εναντιώνεται σε «κάθε μαγεία» που σκοτίζει το ανθρώπινο πνεύμα, αλλά και στρέφεται στον «ιστορικό άνθρωπο» για να συνδέσει διαλεκτικά τη θεωρία με την πράξη. Η τάση του μαρξισμού να μη δογματίζει αλλά ολοένα να πλουτίζεται δεν αντιφάσκει με την παραδοχή ότι αυτός συνιστά «οργανωμένο όλο με αυστηρή εσωτερική συνέπεια». Το πρώτο μέρος του βιβλίου εξετάζει τα αισθήματα με γνωσιοθεωρητική σκοπιά και με την πρόθεση να ανασκευασθούν ο αγνωστικισμός και ο εμπειριοκριτικισμός (καθώς και όλες οι παραλλαγές του σύγχρονου «νεοθετικισμού») που ωθούν στην υποτίμηση της επιστημονικής γνώσης και τελικά στον «μυστικισμό».
Το δεύτερο μέρος πραγματεύεται τη θέση της «διαλεκτικής υλοκρατικής φιλοσοφίας» για την αφαίρεση, την ουσία και τον νόμο. Χωρίς να προτείνονται δύο ολότελα χωριστές «βαθμίδες» της γνώσης, που θα αντιστοιχούσαν στο «συγκεκριμένο» της αίσθησης και στο «αφηρημένο» της διάνοιας, σχολιάζονται οι σημειώσεις των Φιλοσοφικών Τετραδίωνγια τις σχέσεις «γενικού» και «μοναδικού» και με κάποια αποσπάσματα από την «Εισαγωγή» στην Κριτική της πολιτικής οικονομίας προβάλλεται η «διαλεκτική ενότητα» των αντίθετων διαδικασιών της γνώσης που επιτρέπει στην επιστήμη να προσλαμβάνει το «πραγματικά συγκεκριμένο», να το αναπαράγει και να το ανακατασκευάζει στα νοητικά της σχήματα. Το τελευταίο τμήμα των Δοκιμίων, εκτενέστερο και συστηματικότερο, ασχολείται με την αρχή του «διαλεκτικού καθορισμού» που εμφανίζεται με τη μορφή της «αλληλεπίδρασης», κατά την ανάλυση του Engels, ως καθολικής συνοχής του κόσμου. Η υπερνίκηση της «μηχανοκρατίας» αφορά και το κοινωνικό γίγνεσθαι, ιδίως στο θεώρημα των σχέσεων «βάσης» και «εποικοδομής» που πρέπει να χρησιμοποιείται, σύμφωνα και με τις απαιτήσεις της κυβερνητικής, για την ανάδειξη της αμοιβαιότητάς τους και όχι για την εμπέδωση του «οικονομισμού» (1978).
Πολιτική και φιλοσοφία
Σε αυτή τη συνοπτική διερεύνηση των κύριων πτυχών του μεταπολεμικού έργου τουΙμβριώτη μπορούν να προστεθούν οι ακόλουθες παρατηρήσεις που επιτρέπουν μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα αυτής της εισήγησης. Η επίγνωση του Ιμβριώτη ότι η κομματική του ένταξη είχε προηγηθεί μάλλον από τη μαρξιστική του κατάρτιση, μάλιστα σε μια περίοδο εθνικών περιπετειών και διώξεων της Αριστεράς, τον κατατάσσει στην πλειάδα των φιλελεύθερων διανοουμένων του Μεσοπολέμου που το πάθος της στράτευσής τους στον δημοτικισμό διοχετεύουν τώρα στην έμπρακτη επεξεργασία των θεωρητικών βάσεων της «προοδευτικής ιδεολογίας». Ετσι συγχρονίζουν τα επί μέρους ιδεολογήματα της ανοδικής φάσης του δημοτικισμού και μετέχουν στην πραγματοποίηση των οραμάτων του «λαού» που τόσο στην Κατοχή όσο και στη μετεμφυλιακή φάση ταυτίζεται με το έθνος. Στους κόλπους της ΕΔΑ, την οποία και ο ίδιος υπηρέτησε, αναζωπυρώθηκε η «λαϊκοδημοκρατική» εννοιολογία με κύρια αιχμή την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας.
Για την υπεράσπιση των θέσεων του νόμιμου πολιτικού σχήματος της Αριστεράς, στις καίριες αντιπαραθέσεις του με τις επιλογές των πολιτικών εκπροσώπων της «ολιγαρχικής μειοψηφίας», ο Ιμβριώτης αξιοποιεί την επιστημονική και φιλοσοφική του παιδεία, την οποία ωστόσο αποκόπτει από την αρχική θεμελίωσή της. Κρατά δηλαδή την αρχή του «όλου» της ψυχικής δραστηριότητας, την κριτική του μηχανιστικού κοσμοείδωλου και της σύστοιχης τάσης της συνειρμικής ψυχολογίας, το θεώρημα της εξέλιξης (ή της «προαγωγής») του κόσμου, την καταξίωση της τεχνικής προόδου, την ενότητα των επιτεύξεων του πολιτισμού, την αναγνώριση της κληρονομιάς του αρχαίου κόσμου και της νεότερης Ευρώπης και κυρίως την εκτίμηση προς την επιστήμη για να αποκρούσει την αυξανόμενη εισβολή του «αντιορθολογισμού» και της «μαγείας». Ετσι η αλήθεια επιβάλλεται για το φως που σκορπίζει στα σκότη της φύσης και της κοινωνίας, στα οποία ωστόσο προσκολλώνται οι εκφραστές του κόσμου που φαίνεται να φθίνει με στόχο να ματαιώσουν την οριστική του καταστροφή.
Η δύναμη της επιστήμης
Αυτή η βεβαιότητα για τη δύναμη της επιστήμης, γνωστή κιόλας στον μεταπολεμικό Θεοδωρίδη ως laudatio rationis, διαποτίζει την εννοιολογική ανάλυση του Ιμβριώτη, τόσο στις επίκαιρες παρεμβάσεις του όσο και στις αυστηρότερες μελέτες του, όπως στην προσέγγιση της τέχνης ως διαδικασίας ομότροπης προς την επιστημονική γνώση που αποκλείει λόγου χάρη από τον περίβολό της τη «μαγική σκέψη» του «νοσηρού» υπερρεαλισμού. Υγιές και επομένως γνήσιο είναι ό,τι «αντανακλά» τη δυναμική φορά της πραγματικότητας, είτε με τους «τύπους» της καλλιτεχνίας είτε με τις λογικές έννοιες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η «αληθινή» τέχνη και επιστήμη καταντούν μια «ταξική ιδεολογία». Με αυτό ακριβώς το «υπερταξικό» κριτήριο της ορθής απόδοσης των πραγμάτων ο Ιμβριώτης στρέφεται, κατά το υπόδειγμα του Γληνού (κάποτε μάλιστα αντλεί από τις αναλύσεις του) προς την ανασκευή των «πνευματικών μορφών αντίδρασης» που καπηλεύονται την επιστήμη, διαφθείρουν την τέχνη, θρηνούν για τις παρενέργειες της τεχνικής χωρίς να διαμαρτύρονται για τον αίτιο, λοιδορούν την «ανώνυμη μάζα» χωρίς να κατονομάζουν τον δημιουργό της, εξυμνούν τον κοσμοπολιτισμό και υπονομεύουν τα ιδεολογικά αντισώματα του «έθνους». Βέβαια οΙμβριώτης επισημαίνει την πηγή αυτών των ιδεολογημάτων καθώς και τον τρόπο μεταφύτευσής τους στην ελληνική διανόηση, που πρώτιστα τον ενδιαφέρει, όπως μαρτυρούν τα τιτλοφορούμενα «ιδεολογικά» δοκίμια.
Αυτή η τριβή με την καθημερινή πολιτική πράξη, παρά την εύλογη χρησιμότητά της, εδραίωσε την προτίμησή του προς τον δοκιμιακό λόγο, ακόμη και στην τελευταία φάση της συγγραφικής του παραγωγής με τις ώριμα μαρξιστικές προσπελάσεις της φιλοσοφικής προβληματικής. Οχι τόσο το είδος της γραφής όσο κυρίως η ροπή των θεωρητικών του ενασχολήσεων είχε κιόλας καθορισθεί από τα ενδιαφέροντα των μεσοπολεμικών του πραγματειών. Δηλαδή οι διερευνήσεις του ψυχικού κόσμου και η κριτική παρουσίαση του μπερξονισμού, με την οποία συντελείται η μετάβαση του Ιμβριώτη προς τη φιλοσοφία, προδιαγράφουν την αποδοτικότερη πρόσληψη του «διαλεκτικού υλισμού» που τελείται με την προσφυγή στον Engels και στον Λένιν και με τη συνδρομή ανατολικογερμανών μελετητών τους (Horz, Klaus), χωρίς ωστόσο να αγνοείται και η οφειλή της κυβερνητικής στη «διαλεκτική» αναδιατύπωση οντολογικών και γνωσιολογικών προτάσεων.
Η κυρίαρχη ιδέα αυτών των δοκιμίων της ωριμότητας, που η απαρχή της εξιχνιάζεται κιόλας στα πρώτα γραπτά του Ιμβριώτη, αφορά το πρόβλημα της ελευθερίας που τώρα αποκτά τη μορφή της απελευθέρωσης του ανθρώπου από τη φυσική νομοτέλεια και τους κοινωνικούς ταξικούς καταναγκασμούς. Φιλόσοφος της ελευθερίας ο ίδιος, δεν έκρυβε την ανασφάλεια για τις δυνατότητες της δημιουργικής εκδίπλωσης της σκέψης του στη σφαίρα της «διαλεκτικής υλοκρατικής φιλοσοφίας», πέρα από τα κείμενα των «κλασικών» και των επίσημων ερμηνευτών τους, έστω και αν πρόκειται κάποτε για κωδικοποιήσεις εγχειριδίων. Η αγαπημένη του φράση «ακόμα δεν είπαμε το όλο», μαρτυρία του ακαδημαϊκού πάθους για πληρότητα, συγκρατεί κάθε φορά την αγωνία του για την αναβολή της ολοκληρωμένης φιλοσοφικής σύνθεσης που θα αποτύπωνε την προσωπική διανοητική του σφραγίδα.
Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
tovima.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣΤΕ ΜΑΣ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΣΑΣ