Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠΑΝΔΩΝΗΣ
ΠΡΟΒΟΛΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ
ΣΤΙΣ 4 το απόγευμα της 5ης Οκτωβρίου 1912 έφτανε στην Αθήνα η πρώτη είδηση για την έναρξη του πολέμου των Βαλκάνιων συμμάχων κατά της Τουρκίας, και την προέλαση τής υπό τον διάδοχο τότε Κωνσταντίνο ελληνικής στρατιάς στη Μακεδονία. Είκοσι μόλις μέρες μετά, η ελληνική σημαία κυμάτιζε στη Θεσσαλονίκη. Τη θυελλώδη αυτή εξόρμηση, αλλά και τον ελληνοβουλγαρικό πόλεμο ―τον Β’ Βαλκανικό― παρακολούθησε βήμα προς βήμα ο δημοσιογράφος Νικόλαος Σπανδωνής, κορυφαία και γραφική μορφή της δημοσιογραφίας και της πολιτικής τής εποχής. Οι γλαφυρές ανταποκρίσεις του, δημοσιεύτηκαν στην «Ακρόπολη» του Βλάση Γαβριηλίδη και στους «Καιρούς» του Π. Κανελλίδη, και αργότερα, με φωτογραφίες μοναδικές από τα πρώτα πολεμικά φωτορεπορτάζ, κυκλοφόρησαν σε ένα καλλιτεχνικό λεύκωμα. Το λεύκωμα αυτό κυκλοφόρησε ξανά πρόσφατα σε πανομοιότυπη έκδοση από τις εκδόσεις Πατάκη με τίτλο «Πανόραμα του Πολέμου 1912-13».
Το «Πανόραμα» αυτό είναι γεμάτο γλαφυρές, συγκινητικές, ακόμη και στατιστικές λεπτομέρειες από την εξόρμηση της μικρής Ελλάδας της Μελούνας, που αποζητούσε την εθνική της ολοκλήρωση. Κι οι φωτογραφίες του, σπάνιες και πολλές ανέκδοτες, συγκινούν και συναρπάζουν.
Ας ακολουθήσουμε λοιπόν κι εμείς τον πολεμικό ανταποκριτή, κι ας δούμε μέσα από τα γραπτά του και τον φακό των πρώτων φωτορεπόρτερ τους Βαλκανικούς Πολέμους, καθώς φέτος κλείνουν ενενήντα χρόνια από τη λήξη τους.
Τα Πριν
Ας θυμηθούμε, όμως, πρώτα τι προηγήθηκε των Βαλκανικών Πολέμων. Το Κομιτάτο των Νεοτούρκων, κατέλαβε την εξουσία στην Τουρκία με την επανάσταση του 1908. Παρά τις εξαγγελίες του, όμως, για φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, όχι μόνο δεν τηρούσε τους όρους της Συνθήκης του Βερολίνου, του 1878, που προέβλεπαν παραχώρηση εδαφών σε Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο και ευρύτατη αυτονομία των εθνικών μειονοτήτων που παρέμεναν στα εδάφη της Τουρκίας, αλλά ασκούσε όλο και πιο έντονη καταπίεση των μειονοτήτων αυτών. Ήταν φανερό ότι οι Νεότουρκοι δεν επιθυμούσαν τη δημιουργία ενός συνταγματικού πολυεθνικού οθωμανικού κράτους, όπως είχαν επαγγελθεί, αλλά την εγκαθίδρυση ενός εθνικιστικού τουρκικού συγκεντρωτικού κράτους. Κι έτσι, τα βαλκανικά κράτη συμμαχούν, αποφασισμένα να υποστηρίξουν τα δικαιώματα των ομοεθνών τους. Και τον Σεπτέμβριο του 1912 επιδίδουν ταυτόχρονα διακοινώσεις-τελεσίγραφα στην Τουρκία. Εκείνη αντιδρά κηρύσσοντας γενική επιστράτευση, τα βαλκανικά κράτη κάνουν το ίδιο, και ο πόλεμος αρχίζει για να τακτοποιηθούν παλιοί ανεξόφλητοι λογαριασμοί.
Αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων είναι και πάλι ο διάδοχος Κωνσταντίνος, ο νικημένος του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897. Σοφότερος όμως τώρα, και με την πολιτική καθοδήγηση του μεγάλου Ελευθέριου Βενιζέλου, ηγείται ενός στρατού καλά οργανωμένου, καλά εφοδιασμένου με σύγχρονα όπλα και άφθονο υλικό, και με υψηλό φρόνημα. Μέσα σε τρία χρόνια από τη στρατιωτική επανάσταση στο Γουδί, έχουν γίνει πραγματικά θαύματα στην Ελλάδα.
Αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων είναι και πάλι ο διάδοχος Κωνσταντίνος, ο νικημένος του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897. Σοφότερος όμως τώρα, και με την πολιτική καθοδήγηση του μεγάλου Ελευθέριου Βενιζέλου, ηγείται ενός στρατού καλά οργανωμένου, καλά εφοδιασμένου με σύγχρονα όπλα και άφθονο υλικό, και με υψηλό φρόνημα. Μέσα σε τρία χρόνια από τη στρατιωτική επανάσταση στο Γουδί, έχουν γίνει πραγματικά θαύματα στην Ελλάδα.
Το πρώτο ανακοινωθέν
Από το ίδιο εκείνο στρατηγείο του Τυρνάβου, που τόσο επαίσχυντα είχε εγκαταλείψει το 1897, ο Κωνσταντίνος δίνει εντολή στον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου του, υποστράτηγο Δαγκλή, να εκδώσει το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν:
«Τύρναβος, Παρασκευή 4 μ.μ. Πέντε μεραρχίαι διήλθον από πρωίας τα σύνορα, εισβαλούσαι άνευ σχεδόν αντιστάσεως εις το τουρκικόν έδαφος. Η Πρώτη μεραρχία έφθασε μέχρι τριών χιλιομέτρων βορείως της Τσαριτσαίνης, η Δευτέρα μέχρι της Σκόμπας, η Τρίτη μέχρι Δομενίκου, η Τετάρτη δι’ Ελευθεροχωρίου, μέχρι Βλαχογιάννη και η Πέμπτη εν δευτέρα γραμμή μέχρι Ρεθωνίου».
Και ο δημοσιογράφος, που ακολουθεί τον ελληνικό στρατό στην εξόρμησή του, γράφει:
«Από της προηγουμένης ημέρας, μεθ’ όλην την τηρουμένην αυστηροτάτην εχεμύθειαν υπό του Γεν. Επιτελείου, είχον πληροφορηθή ότι η προέλασις είχεν ορισθή διά την επαύριον. Πράγματι, περί το μεσονύκτιον, μου ανηγγέλθη εμπιστευτικώς ότι, την 2αν ώραν της πρωίας θα ανεκοινούτο εις τους Μεράρχους η διαταγή της προελάσεως. Και περί την 3ην ώραν της πρωίας, εισελθών εις άμαξαν, διηυθύνθην εις τον Τύρναβον. Καθ’ όλον το διάστημα της μεταβάσεώς μου, συνήντων μακράς και ατελευτήτους σειράς εφοδιοπομπών… Η οδός κατελαμβάνετο υπό παντός είδους ζώων, ίππων, ημιόνων και όνων φορτωμένων με σάκκους άρτου, τυρού, με βαρέλια ελαιών, με βαρέλια πλήρη ύδατος, με κιβώτια φυσιγγίων, με παντοειδή εφόδια. Εν μέσω δε αυτών, ποίμνια βοών και προβάτων, καθώς και πλήρων αμαξών.
»Στον Τύρναβον, ο στρατός είχεν ήδη εξυπνήσει και πυρετωδώς προητοιμάζετο διά την προέλασιν. Ζωηροί και εύθυμοι οι άνδρες συνεπλήρουν τον καθαρισμόν του ιματισμού και του οπλισμού των, εδίπλωναν τα αντίσκηνα, και μετ’ ολίγον εν αδιαπτώτω ευθυμία έτρωγον το συσσίτιόν των, επαναλαμβάνοντες εν μέσω ακρατήτου ενθουσιασμού την φράσιν, ην είπεν εις λοχαγός του πεζικού και ήτις είχε μεταδοθή ως αστραπή:
»―Η τελευταία κουραμάνα που τρώμε στη Θεσσαλία!
»―Διέρχομαι τας γραμμάς των στρατιωτών και μένω έκπληκτος προ του ενθέου ενθουσιασμού όστις κατέχει αυτούς. Η συγκίνησίς μου κορυφούται και δάκρυα χαράς αναβλύζουσιν εκ των οφθαλμών μου, εκ της πεποιθήσεως ήτις γεννάται παρ’ εμοί, ότι αδύνατον τοιούτος στρατός να μη νικήση. Προχωρώ, και παρά την είσοδον παλαιού οικοδομήματος προχείρως επισκευασθέντος, διακρίνω υψηλόν κοντόν, και επ’ αυτού ανεμίζον το σήμα του Αρχηγού, το οποίον επέπρωτο, μετά είκοσι μόλις ημέρας να εισέλθη θριαμβευτικόν εις την πρωτεύουσαν της Μακεδονίας… Συναντώ τον Μέραρχον της Α’ Μεραρχίας κύριον Μανουσογιαννάκην, όστις μου λέγει:
»―Τους βλέπεις τους άνδρας αυτούς; Ή θα φθάσωσιν νικηφόροι εις Θεσσαλονίκην ή ουδείς εξ αυτών θα επανίδη την πατρίδα του. Δεν το λέγω αυτό ως αρχηγός των, αλλ’ ως διερμηνεύς πιστός των αισθημάτων των».
«Τύρναβος, Παρασκευή 4 μ.μ. Πέντε μεραρχίαι διήλθον από πρωίας τα σύνορα, εισβαλούσαι άνευ σχεδόν αντιστάσεως εις το τουρκικόν έδαφος. Η Πρώτη μεραρχία έφθασε μέχρι τριών χιλιομέτρων βορείως της Τσαριτσαίνης, η Δευτέρα μέχρι της Σκόμπας, η Τρίτη μέχρι Δομενίκου, η Τετάρτη δι’ Ελευθεροχωρίου, μέχρι Βλαχογιάννη και η Πέμπτη εν δευτέρα γραμμή μέχρι Ρεθωνίου».
Και ο δημοσιογράφος, που ακολουθεί τον ελληνικό στρατό στην εξόρμησή του, γράφει:
«Από της προηγουμένης ημέρας, μεθ’ όλην την τηρουμένην αυστηροτάτην εχεμύθειαν υπό του Γεν. Επιτελείου, είχον πληροφορηθή ότι η προέλασις είχεν ορισθή διά την επαύριον. Πράγματι, περί το μεσονύκτιον, μου ανηγγέλθη εμπιστευτικώς ότι, την 2αν ώραν της πρωίας θα ανεκοινούτο εις τους Μεράρχους η διαταγή της προελάσεως. Και περί την 3ην ώραν της πρωίας, εισελθών εις άμαξαν, διηυθύνθην εις τον Τύρναβον. Καθ’ όλον το διάστημα της μεταβάσεώς μου, συνήντων μακράς και ατελευτήτους σειράς εφοδιοπομπών… Η οδός κατελαμβάνετο υπό παντός είδους ζώων, ίππων, ημιόνων και όνων φορτωμένων με σάκκους άρτου, τυρού, με βαρέλια ελαιών, με βαρέλια πλήρη ύδατος, με κιβώτια φυσιγγίων, με παντοειδή εφόδια. Εν μέσω δε αυτών, ποίμνια βοών και προβάτων, καθώς και πλήρων αμαξών.
»Στον Τύρναβον, ο στρατός είχεν ήδη εξυπνήσει και πυρετωδώς προητοιμάζετο διά την προέλασιν. Ζωηροί και εύθυμοι οι άνδρες συνεπλήρουν τον καθαρισμόν του ιματισμού και του οπλισμού των, εδίπλωναν τα αντίσκηνα, και μετ’ ολίγον εν αδιαπτώτω ευθυμία έτρωγον το συσσίτιόν των, επαναλαμβάνοντες εν μέσω ακρατήτου ενθουσιασμού την φράσιν, ην είπεν εις λοχαγός του πεζικού και ήτις είχε μεταδοθή ως αστραπή:
»―Η τελευταία κουραμάνα που τρώμε στη Θεσσαλία!
»―Διέρχομαι τας γραμμάς των στρατιωτών και μένω έκπληκτος προ του ενθέου ενθουσιασμού όστις κατέχει αυτούς. Η συγκίνησίς μου κορυφούται και δάκρυα χαράς αναβλύζουσιν εκ των οφθαλμών μου, εκ της πεποιθήσεως ήτις γεννάται παρ’ εμοί, ότι αδύνατον τοιούτος στρατός να μη νικήση. Προχωρώ, και παρά την είσοδον παλαιού οικοδομήματος προχείρως επισκευασθέντος, διακρίνω υψηλόν κοντόν, και επ’ αυτού ανεμίζον το σήμα του Αρχηγού, το οποίον επέπρωτο, μετά είκοσι μόλις ημέρας να εισέλθη θριαμβευτικόν εις την πρωτεύουσαν της Μακεδονίας… Συναντώ τον Μέραρχον της Α’ Μεραρχίας κύριον Μανουσογιαννάκην, όστις μου λέγει:
»―Τους βλέπεις τους άνδρας αυτούς; Ή θα φθάσωσιν νικηφόροι εις Θεσσαλονίκην ή ουδείς εξ αυτών θα επανίδη την πατρίδα του. Δεν το λέγω αυτό ως αρχηγός των, αλλ’ ως διερμηνεύς πιστός των αισθημάτων των».
Οι ελληνικές δυνάμεις
Ο Ν. Σπανδωνής, ξεκαθαρίζει από την αρχή ότι δεν γράφει ιστορία, αλλά χρονικά. Κι είναι ολοζώντανος ο τρόπος που τα γράφει. Μας δίνει δε άφθονα στοιχεία για τον ελληνικό στρατό. Τη Μακεδονική Στρατιά, μας λέει, την αποτελούσαν επτά μεραρχίες με διοικητές τους υποστράτηγους Εμμ. Μανουσογιαννάκη (Α’), Κ. Καλλάρη (Β’), Κ. Δαμιανό (Γ’), Κ. Μοσχόπουλο (Δ’) και τους συνταγματάρχες Δ. Ματθαιόπουλο (Ε’), Κ. Μηλιώτη-Κομνηνό (ΣΤ’) και Κλεομένη Κλεομένους (Ζ’). Κι ακόμη, ένα ανεξάρτητο σώμα υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη του Μηχανικού Στεφάνου Γεννάδη, μια ανεξάρτητη ταξιαρχία ιππικού, υπό τον υποστράτηγο εν εφεδρεία Αλέξανδρο Σούτσο, και το Σώμα των Γεφυροποιών. Και παραθέτει με λεπτομέρειες τα πορτραίτα όλων των διοικητών.
Όσον αφορά τον ελληνικό στόλο, που είχε αναλάβει το έργο τού από θαλάσσης αποκλεισμού της Τουρκίας, καθώς μόνο η χώρα μας διέθετε στόλο, αυτός κατάφερε ώστε «ούτε ένα καρφί κατά την κοινήν έκφρασιν ηδυνήθη να προμηθευθή η Τουρκία εκ του εξωτερικού και διά του Αιγαίου μετά τον έκπλουν του ελληνικού στόλου… Αι δε νίκαι του έδωκαν μεγάλην κλίσιν εις την πλάστιγγα εφ’ ης κρίνονται τα πράγματα του πολέμου δι’ όλους τους Συμμάχους».Τα πλοία που απάρτιζαν τον ελληνικό στόλο στους Βαλκανικούς Πολέμους, η «παρούσα κατάστασις του στόλου μας» κατά τον Ν. Σπανδωνή, ήταν:
Τέσσερα θωρηκτά: («Αβέρωφ», 10.000 τόνων, με μήκος 130 μέτρα και οπλισμό 4 πυροβόλα των 234 χλστ., 8 των 190 χλστ. 16 ταχυβόλα των 75 χλστ. και 3 τορπιλοβλητικούς σωλήνες των 45 ε/μ. «Ψαρά», «Ύδρα», και «Σπέτσες» των 4.700 τόνων, με μήκος 101 μέτρα και οπλισμό 3 πυροβόλα των 27 χλστ., 8 ταχυβόλα των 65 χλστ. και 5 των 150 χλστ.).
Δεκατέσσερα αντιτορπιλικά: (Τέσσερα μεγάλα αντιτορπιλικά ανοικτής θαλάσσης, μόλις ναυπηγημένα στην Αγγλία, με τα ονόματα «Λέων», «Πάνθηρ», «Αετός» και «Ιέραξ» ―τα τέσσερα «θηρία»― με εκτόπισμα 1.055 τόνους, μήκος 98 μέτρα, ταχύτατα για την εποχή ―32 μίλια την ώρα― με πετρελαιομηχανές και ασύρματο μεγάλης εμβέλειας, 4 τορπιλοβλητικούς σωλήνες και 4 ταχυβόλα των 102 χλστ. Κι ακόμη: «Νέα Γενεά» και «Κεραυνός», ναυπηγημένα στο Βούλκαν, με εκτόπισμα 570 τόνους, μήκος 71 μέτρα και οπλισμό 4 ταχυβόλα των 88 χλστ. και 2 τορπιλοβλητικούς σωλήνες των 45 ε/μ «Νίκη», «Δόξα», «Βέλος», «Ασπίς», γερμανικής κατασκευής, με εκτόπισμα 355 τόνους, μήκος 67,5 μέτρα και οπλισμό 2 ταχυβόλα των 76 χλστ. και 4 των 57 χλστ., καθώς και δύο τορπιλοβλητικούς σωλήνες των 45. «Θύελλα», «Ναυκρατούσα», «Λόγχη», «Σφενδόνη», αγγλικής κατασκευής, με εκτόπισμα 355 τόνους, μήκος 67 μέτρα και οπλισμό 2 ταχυβόλα των 76 και 4 των 57, και 2 τορπιλοβλητικούς σωλήνες των 45).
Πέντε τορπιλοβόλα (Νο 11, Νο 12, Νο 14, Νο 15 και Νο 16 των 85 τόνων, μήκους 36 μέτρων και εξοπλισμένα με 3 τορπιλοβλήτες των 356 χλστ. και ένα διπλό μυδραλιοβόλο των 37 χλστ.).
Ένα «καταδυόμενον», («Δελφίν», με εκτόπισμα 310 τόνους, μήκος 49,5 μέτρα και εξοπλισμένο με 5 τορπιλοβλητικούς σωλήνες).
Δύο «ατμοβάριδες» (μεγάλες κανονιοφόρους, με τα ονόματα «Άκτιον» και «Αμβρακία», 450 τόνων, με μήκος 38,5 μέτρα και οπλισμό 1 ταχυβόλο των 15 εκ. και 3 των 76 χλστ.).
Τέσσερις κανονιοφόρους (Α, Β, Γ, Δ, με εκτόπισμα 54 τόνους και εξοπλισμένες με ένα ταχυβόλο των 10 εκ.).
Τέσσερις «ατμομυοδρόμωνες» (πλοία με τρία κατάρτια και ατμομηχανή, ταχύτατα και με εξαιρετικά ναυπηγικά χαρακτηριστικά, τα «Αλφειός», «Πηνειός», «Αχελώος» και «Ευρώτας», με εκτόπισμα 420 τόνους, μήκος 40 μέτρα και οπλισμό 2 πυροβόλα των 76 χλστ.).
Ένα τορπιλοφόρο («Κανάρης», εκτόπισμα 870 τόνοι, μήκος 70 μέτρα, εξοπλισμένο με τορπίλες και 2 πυροβόλα των 12 εκ.).
Δύο οπλιταγωγά («Κρήτη», 600 τόνων, μήκους 63 μέτρων, και «Σφακτηρία», 1000 τόνων, μήκους 63 μέτρων, με οπλισμό 2 μυδραλιοβόλα των 37 χλστ.). Οι ελληνικές δυνάμεις πλουτίστηκαν και με ένα ακόμη αντιτορπιλικό ανοικτής θαλάσσης, λάφυρο από τους Τούρκους, που καταλήφθηκε στον κόλπο της Άρτας, καθώς και ένα τουρκικό αεροπλάνο. Στις πτήσεις μ’ αυτό, σκοτώθηκαν οι δύο πρώτοι πιλότοι της ελληνικής αεροπορίας Εμμ. Αργυρόπουλος και Κ. Μάνος.
Όσον αφορά τον ελληνικό στόλο, που είχε αναλάβει το έργο τού από θαλάσσης αποκλεισμού της Τουρκίας, καθώς μόνο η χώρα μας διέθετε στόλο, αυτός κατάφερε ώστε «ούτε ένα καρφί κατά την κοινήν έκφρασιν ηδυνήθη να προμηθευθή η Τουρκία εκ του εξωτερικού και διά του Αιγαίου μετά τον έκπλουν του ελληνικού στόλου… Αι δε νίκαι του έδωκαν μεγάλην κλίσιν εις την πλάστιγγα εφ’ ης κρίνονται τα πράγματα του πολέμου δι’ όλους τους Συμμάχους».Τα πλοία που απάρτιζαν τον ελληνικό στόλο στους Βαλκανικούς Πολέμους, η «παρούσα κατάστασις του στόλου μας» κατά τον Ν. Σπανδωνή, ήταν:
Τέσσερα θωρηκτά: («Αβέρωφ», 10.000 τόνων, με μήκος 130 μέτρα και οπλισμό 4 πυροβόλα των 234 χλστ., 8 των 190 χλστ. 16 ταχυβόλα των 75 χλστ. και 3 τορπιλοβλητικούς σωλήνες των 45 ε/μ. «Ψαρά», «Ύδρα», και «Σπέτσες» των 4.700 τόνων, με μήκος 101 μέτρα και οπλισμό 3 πυροβόλα των 27 χλστ., 8 ταχυβόλα των 65 χλστ. και 5 των 150 χλστ.).
Δεκατέσσερα αντιτορπιλικά: (Τέσσερα μεγάλα αντιτορπιλικά ανοικτής θαλάσσης, μόλις ναυπηγημένα στην Αγγλία, με τα ονόματα «Λέων», «Πάνθηρ», «Αετός» και «Ιέραξ» ―τα τέσσερα «θηρία»― με εκτόπισμα 1.055 τόνους, μήκος 98 μέτρα, ταχύτατα για την εποχή ―32 μίλια την ώρα― με πετρελαιομηχανές και ασύρματο μεγάλης εμβέλειας, 4 τορπιλοβλητικούς σωλήνες και 4 ταχυβόλα των 102 χλστ. Κι ακόμη: «Νέα Γενεά» και «Κεραυνός», ναυπηγημένα στο Βούλκαν, με εκτόπισμα 570 τόνους, μήκος 71 μέτρα και οπλισμό 4 ταχυβόλα των 88 χλστ. και 2 τορπιλοβλητικούς σωλήνες των 45 ε/μ «Νίκη», «Δόξα», «Βέλος», «Ασπίς», γερμανικής κατασκευής, με εκτόπισμα 355 τόνους, μήκος 67,5 μέτρα και οπλισμό 2 ταχυβόλα των 76 χλστ. και 4 των 57 χλστ., καθώς και δύο τορπιλοβλητικούς σωλήνες των 45. «Θύελλα», «Ναυκρατούσα», «Λόγχη», «Σφενδόνη», αγγλικής κατασκευής, με εκτόπισμα 355 τόνους, μήκος 67 μέτρα και οπλισμό 2 ταχυβόλα των 76 και 4 των 57, και 2 τορπιλοβλητικούς σωλήνες των 45).
Πέντε τορπιλοβόλα (Νο 11, Νο 12, Νο 14, Νο 15 και Νο 16 των 85 τόνων, μήκους 36 μέτρων και εξοπλισμένα με 3 τορπιλοβλήτες των 356 χλστ. και ένα διπλό μυδραλιοβόλο των 37 χλστ.).
Ένα «καταδυόμενον», («Δελφίν», με εκτόπισμα 310 τόνους, μήκος 49,5 μέτρα και εξοπλισμένο με 5 τορπιλοβλητικούς σωλήνες).
Δύο «ατμοβάριδες» (μεγάλες κανονιοφόρους, με τα ονόματα «Άκτιον» και «Αμβρακία», 450 τόνων, με μήκος 38,5 μέτρα και οπλισμό 1 ταχυβόλο των 15 εκ. και 3 των 76 χλστ.).
Τέσσερις κανονιοφόρους (Α, Β, Γ, Δ, με εκτόπισμα 54 τόνους και εξοπλισμένες με ένα ταχυβόλο των 10 εκ.).
Τέσσερις «ατμομυοδρόμωνες» (πλοία με τρία κατάρτια και ατμομηχανή, ταχύτατα και με εξαιρετικά ναυπηγικά χαρακτηριστικά, τα «Αλφειός», «Πηνειός», «Αχελώος» και «Ευρώτας», με εκτόπισμα 420 τόνους, μήκος 40 μέτρα και οπλισμό 2 πυροβόλα των 76 χλστ.).
Ένα τορπιλοφόρο («Κανάρης», εκτόπισμα 870 τόνοι, μήκος 70 μέτρα, εξοπλισμένο με τορπίλες και 2 πυροβόλα των 12 εκ.).
Δύο οπλιταγωγά («Κρήτη», 600 τόνων, μήκους 63 μέτρων, και «Σφακτηρία», 1000 τόνων, μήκους 63 μέτρων, με οπλισμό 2 μυδραλιοβόλα των 37 χλστ.). Οι ελληνικές δυνάμεις πλουτίστηκαν και με ένα ακόμη αντιτορπιλικό ανοικτής θαλάσσης, λάφυρο από τους Τούρκους, που καταλήφθηκε στον κόλπο της Άρτας, καθώς και ένα τουρκικό αεροπλάνο. Στις πτήσεις μ’ αυτό, σκοτώθηκαν οι δύο πρώτοι πιλότοι της ελληνικής αεροπορίας Εμμ. Αργυρόπουλος και Κ. Μάνος.
Ένα ντοκουμέντο
Τη δράση του ελληνικού στρατού στον A’ Bαλκανικό Πόλεμο, ο συγγραφέας του «Πανοράματος» τη χωρίζει σε επτά αυτοτελείς αλλά προς τον ίδιο σκοπό, εννοείται, κατατείνουσες εκστρατείες, που καταδεικνύουν «τον στρατηγικόν νουν του Διαδόχου». Oι εκστρατείες αυτές, κατά τον N. Σπανδωνή, είναι οι εξής:
«. H δι’ Eλασσώνος προς εκπόρθησιν των στενών του Σαρανταπόρου.
». H διάβασις του Aλιάκμονος και η πέραν αυτού αναζήτησις του εχθρού.
». H δι’ Eλασσώνος προς εκπόρθησιν των στενών της Πέτρας και κατάληψιν του ποταμού Kαρά-Aσμάκ.
». H εκστρατεία της Hπείρου.
». H κατά της Γιαννιτσάς, σκοπούσα την κατάληψιν των προς Θεσσαλονίκην οδών.
». H κατά της Θεσσαλονίκης προέλασις.
». H προς απόκρουσιν του φεύγοντος τουρκικού στρατού προς Nότον της Mακεδονίας».
Eδώ, θα παραθέσουμε ένα συναρπαστικό ντοκουμέντο: Tην ιδιόχειρη, γραφικότατη έκθεση που υπέβαλε ο Kωνσταντίνος στο Yπουργείο Στρατιωτικών στις 3 Mαρτίου για την κατάληψη των Iωαννίνων.
Γράφει λοιπόν ο αρχιστράτηγος:
«Tο φρούριον των Iωαννίνων αποτελεί μέγα κεχαρακωμένον στρατόπεδον περιμέτρου ως έγγιστα 50 χιλιομέτρων.
»Tην περίμετρον τούτου αποτελούσιν υψώματα φύσει οχυρά και κατά το πλείστον απόκρημνα, εφ’ ων επικάθηνται συγκροτήματα πυροβολείων και χαρακωμάτων πεζικού, αποκλείοντα πάσας τας εκ των έξωθεν προς τα Iωάννινα αγούσας οδούς και υποστηριζόμενα αμοιβαίως.
»Tα ισχυρότερα και πολυπληθέστερα των συγκροτημάτων τούτων ευρίσκονται επί των υψωμάτων Mπιζανίου του νοτίου μετώπου, φράττουσι δε ταύτα την εκ Πρεβέζης προς τα Iωάννινα οδόν. Tο αμέσως μετά το Mπιζάνι ισχυρότερον μέτωπον είναι το ανατολικόν, από της λίμνης των Iωαννίνων μέχρι των Σεργιανών.
…………………………………………………………………»H επίθεσις της 7ης Iανουαρίου ήγαγε το ημέτερον στράτευμα εγγύτατα προς το νότιον και εν μέρει προς το ανατολικόν μέτωπον… H λεπτομερής μελέτη του νοτίου και ανατολικού μετώπου Mπιζανίου-Kαστρίτσας, ήγαγεν εις το συμπέρασμα ότι τα μέτωπα ταύτα δεν ήσαν απόρθητα, αλλ’ ότι η εκπόρθησίς των θ’ απήτει μεγάλας θυσίας. Aπεφάσισα όθεν όπως επιχειρήσω αιφνιδιαστικήν επίθεσιν κατά του δυτικού μετώπου του φρουρίου, όπερ, καίτοι φύσει εξ ίσου οχυρόν εφυλάσσετο ασθενέστερον, η δε επαγρύπνησις του εχθρού προς το μέρος εκείνο ήτο χαλαρωτέρα».
Στη συνέχεια, ο Kωνσταντίνος περιγράφει τις προπαρασκευαστικές κινήσεις που αποφάσισε να κάνει, για να παραπλανήσει τον εχθρό και να προετοιμάσει τις δυνάμεις του. Kαι συνεχίζει:
«Πράγματι, κατωρθώθη ώστε άπασαι αι προπαρασκευαστικαί αύται κινήσεις να εκτελεσθώσιν εν μεγίστη μυστικότητι παρ’ όλην την επικρατήσασαν σφοδράν χιονοθύελλαν και το δύσβατον του εδάφους, μετ’ ακριβείας και τάξεως υποδειγματικής. Oύτω κατώρθωσα να συγκεντρώσω από της 17 μέχρι της εσπέρας της 19ης Φεβρουαρίου εις το αριστερόν μου δύναμιν εξ 23 ταγμάτων και 6 ορειβατικών πυροβολαρχιών, ην κατένειμα εις φάλαγγας υπό την ανωτέραν διοίκησιν του υποστρατήγου Mοσχοπούλου… Eνώ εξετελείτο η κίνησις αύτη διέταξα από της πρωίας της 19ης και όπως … απασχολήσω τον εχθρόν, σφοδρόν πυροβολισμόν διά πασών των πυροβολαρχιών, κατά τε του νοτίου και ανατολικού μετώπου εν συνδυασμώ μετά πυρών Πεζικού, άτινα εσκόπουν να προκαλέσωσι τον εχθρόν να καταλάβη θέσεις μάχης… Tο τοιούτον επετεύχθη πράγματι.
…………………………………………………………………
»Την επομένην, 20 Φεβρουαρίου, διέταξα γενικήν επίθεσιν. Το μεν δεξιόν έδει να εκτελέση αγώνα κατατριβής προχωρούν βραδέως… το κέντρον έδει ν’ απασχολή τον εχθρόν, το δε αριστερόν έδει να εκτελέση αιφνιδιαστικώς κατά του δυτικού μετώπου επίθεσιν προς διάσπασιν αυτού. Το πυροβολικόν έδει να εξακολουθήση σφοδρότερον βομβαρδισμόν. Πάντα τα διαταχθέντα εξετελέσθησαν ακριβέστατα… Περί την τρίτην εσπερινήν πυκναί εχθρικαί φάλαγγες κατήρχοντο εξ όλων των υψωμάτων του δυτικού μετώπου προς την πεδιάδα καταδιωκόμεναι κατά πόδας υπό των ημετέρων. Απόπειρα του εχθρού προς συνάθροισιν… εματαιώθη υπό των πυρών του ημετέρου ορειβατικού πυροβολικού όπερ διεσκόρπισεν αυτούς μετά πολλών απωλειών και τους ηνάγκασε να φύγωσιν ατάκτως προς τα Ιωάννινα.
………………………………………………………………….
»Ολίγον προ της εσπέρας οι εύζωνοι ημών έτασσον προφυλακάς 500 μέτρα προ της πόλεως των Ιωαννίνων, απέκοπτον την τηλεφωνικήν επικοινωνίαν του Μπιζανίου μετά της πόλεως και απέκλειον τελείως την μεταξύ τούτου και εκείνης συγκοινωνίαν… Προ της τοιαύτης τακτικής καταστάσεως, ο αρχιστράτηγος των τουρκικών στρατευμάτων βλέπων το μάταιον και άσκοπον προς περαιτέρω αντίστασιν, έστειλε προς με απεσταλμένους, προτείνων παράδοσιν του τε φρουρίου και στρατού άνευ όρων… Η παράδοσις ήρξατο περί την αυγήν».
Στις 22 Φεβρουαρίου, ο ελληνικός στρατός έμπαινε θριαμβευτής στα Ιωάννινα. Η υποδοχή, που έγινε σ’ αυτόν και στον διάδοχο, ήταν αποθεωτική. Δεκαπέντε περίπου χιλιάδες άνθρωποι, συγκινημένοι, κλαίγοντας, με ακράτητο ενθουσιασμό, ακολουθούσαν τον Κωνσταντίνο στους δρόμους της πόλης. Ο κόσμος φιλούσε τα χέρια των αξιωματικών, ασπαζόταν τους οπλίτες, ζητωκραύγαζε τον Βενιζέλο, αποθέωνε τον διάδοχο.
«. H δι’ Eλασσώνος προς εκπόρθησιν των στενών του Σαρανταπόρου.
». H διάβασις του Aλιάκμονος και η πέραν αυτού αναζήτησις του εχθρού.
». H δι’ Eλασσώνος προς εκπόρθησιν των στενών της Πέτρας και κατάληψιν του ποταμού Kαρά-Aσμάκ.
». H εκστρατεία της Hπείρου.
». H κατά της Γιαννιτσάς, σκοπούσα την κατάληψιν των προς Θεσσαλονίκην οδών.
». H κατά της Θεσσαλονίκης προέλασις.
». H προς απόκρουσιν του φεύγοντος τουρκικού στρατού προς Nότον της Mακεδονίας».
Eδώ, θα παραθέσουμε ένα συναρπαστικό ντοκουμέντο: Tην ιδιόχειρη, γραφικότατη έκθεση που υπέβαλε ο Kωνσταντίνος στο Yπουργείο Στρατιωτικών στις 3 Mαρτίου για την κατάληψη των Iωαννίνων.
Γράφει λοιπόν ο αρχιστράτηγος:
«Tο φρούριον των Iωαννίνων αποτελεί μέγα κεχαρακωμένον στρατόπεδον περιμέτρου ως έγγιστα 50 χιλιομέτρων.
»Tην περίμετρον τούτου αποτελούσιν υψώματα φύσει οχυρά και κατά το πλείστον απόκρημνα, εφ’ ων επικάθηνται συγκροτήματα πυροβολείων και χαρακωμάτων πεζικού, αποκλείοντα πάσας τας εκ των έξωθεν προς τα Iωάννινα αγούσας οδούς και υποστηριζόμενα αμοιβαίως.
»Tα ισχυρότερα και πολυπληθέστερα των συγκροτημάτων τούτων ευρίσκονται επί των υψωμάτων Mπιζανίου του νοτίου μετώπου, φράττουσι δε ταύτα την εκ Πρεβέζης προς τα Iωάννινα οδόν. Tο αμέσως μετά το Mπιζάνι ισχυρότερον μέτωπον είναι το ανατολικόν, από της λίμνης των Iωαννίνων μέχρι των Σεργιανών.
…………………………………………………………………»H επίθεσις της 7ης Iανουαρίου ήγαγε το ημέτερον στράτευμα εγγύτατα προς το νότιον και εν μέρει προς το ανατολικόν μέτωπον… H λεπτομερής μελέτη του νοτίου και ανατολικού μετώπου Mπιζανίου-Kαστρίτσας, ήγαγεν εις το συμπέρασμα ότι τα μέτωπα ταύτα δεν ήσαν απόρθητα, αλλ’ ότι η εκπόρθησίς των θ’ απήτει μεγάλας θυσίας. Aπεφάσισα όθεν όπως επιχειρήσω αιφνιδιαστικήν επίθεσιν κατά του δυτικού μετώπου του φρουρίου, όπερ, καίτοι φύσει εξ ίσου οχυρόν εφυλάσσετο ασθενέστερον, η δε επαγρύπνησις του εχθρού προς το μέρος εκείνο ήτο χαλαρωτέρα».
Στη συνέχεια, ο Kωνσταντίνος περιγράφει τις προπαρασκευαστικές κινήσεις που αποφάσισε να κάνει, για να παραπλανήσει τον εχθρό και να προετοιμάσει τις δυνάμεις του. Kαι συνεχίζει:
«Πράγματι, κατωρθώθη ώστε άπασαι αι προπαρασκευαστικαί αύται κινήσεις να εκτελεσθώσιν εν μεγίστη μυστικότητι παρ’ όλην την επικρατήσασαν σφοδράν χιονοθύελλαν και το δύσβατον του εδάφους, μετ’ ακριβείας και τάξεως υποδειγματικής. Oύτω κατώρθωσα να συγκεντρώσω από της 17 μέχρι της εσπέρας της 19ης Φεβρουαρίου εις το αριστερόν μου δύναμιν εξ 23 ταγμάτων και 6 ορειβατικών πυροβολαρχιών, ην κατένειμα εις φάλαγγας υπό την ανωτέραν διοίκησιν του υποστρατήγου Mοσχοπούλου… Eνώ εξετελείτο η κίνησις αύτη διέταξα από της πρωίας της 19ης και όπως … απασχολήσω τον εχθρόν, σφοδρόν πυροβολισμόν διά πασών των πυροβολαρχιών, κατά τε του νοτίου και ανατολικού μετώπου εν συνδυασμώ μετά πυρών Πεζικού, άτινα εσκόπουν να προκαλέσωσι τον εχθρόν να καταλάβη θέσεις μάχης… Tο τοιούτον επετεύχθη πράγματι.
…………………………………………………………………
»Την επομένην, 20 Φεβρουαρίου, διέταξα γενικήν επίθεσιν. Το μεν δεξιόν έδει να εκτελέση αγώνα κατατριβής προχωρούν βραδέως… το κέντρον έδει ν’ απασχολή τον εχθρόν, το δε αριστερόν έδει να εκτελέση αιφνιδιαστικώς κατά του δυτικού μετώπου επίθεσιν προς διάσπασιν αυτού. Το πυροβολικόν έδει να εξακολουθήση σφοδρότερον βομβαρδισμόν. Πάντα τα διαταχθέντα εξετελέσθησαν ακριβέστατα… Περί την τρίτην εσπερινήν πυκναί εχθρικαί φάλαγγες κατήρχοντο εξ όλων των υψωμάτων του δυτικού μετώπου προς την πεδιάδα καταδιωκόμεναι κατά πόδας υπό των ημετέρων. Απόπειρα του εχθρού προς συνάθροισιν… εματαιώθη υπό των πυρών του ημετέρου ορειβατικού πυροβολικού όπερ διεσκόρπισεν αυτούς μετά πολλών απωλειών και τους ηνάγκασε να φύγωσιν ατάκτως προς τα Ιωάννινα.
………………………………………………………………….
»Ολίγον προ της εσπέρας οι εύζωνοι ημών έτασσον προφυλακάς 500 μέτρα προ της πόλεως των Ιωαννίνων, απέκοπτον την τηλεφωνικήν επικοινωνίαν του Μπιζανίου μετά της πόλεως και απέκλειον τελείως την μεταξύ τούτου και εκείνης συγκοινωνίαν… Προ της τοιαύτης τακτικής καταστάσεως, ο αρχιστράτηγος των τουρκικών στρατευμάτων βλέπων το μάταιον και άσκοπον προς περαιτέρω αντίστασιν, έστειλε προς με απεσταλμένους, προτείνων παράδοσιν του τε φρουρίου και στρατού άνευ όρων… Η παράδοσις ήρξατο περί την αυγήν».
Στις 22 Φεβρουαρίου, ο ελληνικός στρατός έμπαινε θριαμβευτής στα Ιωάννινα. Η υποδοχή, που έγινε σ’ αυτόν και στον διάδοχο, ήταν αποθεωτική. Δεκαπέντε περίπου χιλιάδες άνθρωποι, συγκινημένοι, κλαίγοντας, με ακράτητο ενθουσιασμό, ακολουθούσαν τον Κωνσταντίνο στους δρόμους της πόλης. Ο κόσμος φιλούσε τα χέρια των αξιωματικών, ασπαζόταν τους οπλίτες, ζητωκραύγαζε τον Βενιζέλο, αποθέωνε τον διάδοχο.
448 χιλιόμετρα σε 34 ημέρες
Όσον αφορά την εκστρατεία της Μακεδονίας, το «Πανόραμα» περιέχει δύο ιδιαίτερα διαφωτιστικές εκθέσεις του συνταγματάρχη Δούσμανη, μέλους του Γενικού Επιτελείου του Κωνσταντίνου.
Στη μία, ο Δούσμανης αναφέρει ότι ο ελληνικός στρατός, που στην αρχή της εκστρατείας τον αποτελούσαν 62.000 άνδρες μόνο, διέτρεξε 448 χιλιόμετρα ―από τη Λάρισα ως τη Φλώρινα― μέσα σε 34 ημέρες, ανάμεσα από βουνά και ελώδεις πεδιάδες και κάτω από αδιάκοπη σχεδόν βροχή.
Το κέντρο του στρατού έδωσε και κέρδισε μάχες στην Ελασσόνα, στον Σαραντάπορο, στον Τριπόταμο, στα Γιαννιτσά. Και η αριστερή του πτέρυγα στην Κατερίνη, στη Δεσκάτη, στους Λαζαράδες, στο Αλπάνκιοϊ, στο Σόροβιτς και στην Μπάνιτσα και τέσσερις ακόμη μάχες κατά την πορεία του προς το Μοναστήρι. Αποτέλεσμα των μαχών αυτών ήταν η σύλληψη 35.000 αιχμαλώτων, συμπεριλαμβανομένου και του Τούρκου αρχιστράτηγου. Συνολικά, έπεσαν στα ελληνικά χέρια εκατό τηλεβόλα και 70.000 τουφέκια. Και μετά την τελευταία μάχη, ο ελληνικός στρατός περικύκλωσε τον τουρκικό μπροστά από τη Θεσσαλονίκη, πράγμα που ανάγκασε τον γενικό διοικητή του, Ταξίν Πασά, να υπογράψει την παράδοση της πρωτεύουσας της Μακεδονίας στον αρχηγό του ελληνικού στρατού.
Στη δεύτερη έκθεσή του, ο Δούσμανης μιλάει για την προέλαση του ελληνικού στρατού προς τη Φλώρινα, μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, που έγινε μέσα σε αναρίθμητες φυσικές και στρατηγικές δυσκολίες. Τέσσερις πολύνεκρες μάχες έγιναν για να εκπορθηθούν τα στενά του Κομάνο, του Οστρόβου, του Κερλί-Δερβέν και του Γκορνίτσεβου. Η προσέγγιση του ελληνικού στρατού έκανε τους Τούρκους να εκκενώσουν το Μοναστήρι – κι αυτό εξηγεί το γιατί οι Σέρβοι, που κατέλαβαν τελικά την πόλη, συνέλαβαν ελάχιστους αιχμαλώτους.
Ο τουρκικός στρατός, συνεχίζει η έκθεση, συγκεντρώθηκε στη Φλώρινα, για να εξασφαλίσει την υποχώρηση των δυνάμεών του και ελπίζοντας να έχει σε ένα μέτωπο και τους δύο συμμαχικούς στρατούς. Αλλά όταν μετά τις καταστροφές που υπέστη στο Κερλί-Δερβέν και το Γκορνίτσεβο η ηγεσία του εννόησε ότι ο ελληνικός στρατός διέθετε πέντε μεραρχίες κι όχι δύο όπως νόμιζε, καταλήφθηκε από πανικό, και οι Τούρκοι εγκατέλειψαν άτακτα τη Φλώρινα. Το ελληνικό ιππικό τους κατεδίωξε απεινώς, και συνέλαβε 3.000 αιχμαλώτους και είκοσι τηλεβόλα.
Στη μία, ο Δούσμανης αναφέρει ότι ο ελληνικός στρατός, που στην αρχή της εκστρατείας τον αποτελούσαν 62.000 άνδρες μόνο, διέτρεξε 448 χιλιόμετρα ―από τη Λάρισα ως τη Φλώρινα― μέσα σε 34 ημέρες, ανάμεσα από βουνά και ελώδεις πεδιάδες και κάτω από αδιάκοπη σχεδόν βροχή.
Το κέντρο του στρατού έδωσε και κέρδισε μάχες στην Ελασσόνα, στον Σαραντάπορο, στον Τριπόταμο, στα Γιαννιτσά. Και η αριστερή του πτέρυγα στην Κατερίνη, στη Δεσκάτη, στους Λαζαράδες, στο Αλπάνκιοϊ, στο Σόροβιτς και στην Μπάνιτσα και τέσσερις ακόμη μάχες κατά την πορεία του προς το Μοναστήρι. Αποτέλεσμα των μαχών αυτών ήταν η σύλληψη 35.000 αιχμαλώτων, συμπεριλαμβανομένου και του Τούρκου αρχιστράτηγου. Συνολικά, έπεσαν στα ελληνικά χέρια εκατό τηλεβόλα και 70.000 τουφέκια. Και μετά την τελευταία μάχη, ο ελληνικός στρατός περικύκλωσε τον τουρκικό μπροστά από τη Θεσσαλονίκη, πράγμα που ανάγκασε τον γενικό διοικητή του, Ταξίν Πασά, να υπογράψει την παράδοση της πρωτεύουσας της Μακεδονίας στον αρχηγό του ελληνικού στρατού.
Στη δεύτερη έκθεσή του, ο Δούσμανης μιλάει για την προέλαση του ελληνικού στρατού προς τη Φλώρινα, μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, που έγινε μέσα σε αναρίθμητες φυσικές και στρατηγικές δυσκολίες. Τέσσερις πολύνεκρες μάχες έγιναν για να εκπορθηθούν τα στενά του Κομάνο, του Οστρόβου, του Κερλί-Δερβέν και του Γκορνίτσεβου. Η προσέγγιση του ελληνικού στρατού έκανε τους Τούρκους να εκκενώσουν το Μοναστήρι – κι αυτό εξηγεί το γιατί οι Σέρβοι, που κατέλαβαν τελικά την πόλη, συνέλαβαν ελάχιστους αιχμαλώτους.
Ο τουρκικός στρατός, συνεχίζει η έκθεση, συγκεντρώθηκε στη Φλώρινα, για να εξασφαλίσει την υποχώρηση των δυνάμεών του και ελπίζοντας να έχει σε ένα μέτωπο και τους δύο συμμαχικούς στρατούς. Αλλά όταν μετά τις καταστροφές που υπέστη στο Κερλί-Δερβέν και το Γκορνίτσεβο η ηγεσία του εννόησε ότι ο ελληνικός στρατός διέθετε πέντε μεραρχίες κι όχι δύο όπως νόμιζε, καταλήφθηκε από πανικό, και οι Τούρκοι εγκατέλειψαν άτακτα τη Φλώρινα. Το ελληνικό ιππικό τους κατεδίωξε απεινώς, και συνέλαβε 3.000 αιχμαλώτους και είκοσι τηλεβόλα.
Ο δεύτερος πόλεμος
Μετά την οριστική λήξη των εχθροπραξιών με τους Τούρκους, κανονίστηκαν τα σημεία που κατείχαν οι στρατοί Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας ωσότου γίνει η οριστική διευθέτηση των συνόρων. Από την πρώτη στιγμή, όμως, η Βουλγαρία επέδειξε μεγάλη απληστία, ζητώντας να καρπωθεί όσο γινόταν μεγαλύτερα οφέλη σε βάρος των συμμάχων της. Και ειδικά στη Θεσσαλονίκη, παρατηρήθηκε ύποπτη συγκέντρωση στρατευμάτων απέναντι στην ελληνική παράταξη. Συγκέντρωση τέτοια, που να απειλεί να επιφέρει ρήξη από στιγμή σε στιγμή.
Και πραγματικά, από τις 24 Απριλίου άρχισαν επιθέσεις Βουλγάρων κατά των ελληνικών θέσεων. Η ελληνική κυβέρνηση έκανε εντονότατες διαμαρτυρίες προς τη βουλγαρική, και στις 9 Μαΐου ο βασιλιάς πια, Κωνσταντίνος, (ο Γεώργιος είχε δολοφονηθεί στις 5 Μαρτίου) έφυγε εσπευσμένα από την Αθήνα με το αντιτορπιλικό «Πάνθηρ» και πήγε στη Θεσσαλονίκη, για να βρίσκεται στον τόπο όπου συνέβαιναν τα έκτροπα. Και με τη μεσολάβηση του πρίγκιπα Νικολάου, που ήταν μαιτρ στις μυστικές συνεννοήσεις, Αθήνα και Βελιγράδι ήρθαν σε συμφωνία για κοινή στάση απέναντι των Βουλγάρων.
Στις 16 Ιουνίου 1913, ο βουλγαρικός στρατός, ακολουθώντας προδιαγεγραμμένο σχέδιο, προήλασε απ’ όλα τα σημεία προς τις απέναντί του ελληνικές και σερβικές θέσεις. Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος είχε αρχίσει.
Την ίδια μέρα, ο στρατηγός Καλλάρης κάλεσε τους Βουλγάρους που βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη να παραδοθούν στον ελληνικό στρατό. Τους δόθηκαν δύο διαδοχικές προθεσμίες, για να μη γίνουν καταστροφές στην πόλη, και ύστερα διατάχθηκε γενική επίθεση σε όλα τα σημεία που κατείχαν οι Βούλγαροι. Η επίθεση άρχισε στις 6.55 το απόγευμα, και τελείωσε στις 6.55 το πρωί της άλλης μέρας. Και ο Ν. Σπανδωνής, αυτόπτης μάρτυρας, γράφει στο «Πανόραμα»:
«Κατά την δωδεκάωρον αυτήν μάχην, πρωτοφανή μέσα εις τας οδούς πόλεως, 52 Έλληνες στρατιώται και αξιωματικοί επλήρωσαν διά της ζωής των την ολοσχερή απαλλαγήν της Θεσσαλονίκης από την βουλγαρικήν αυθαιρεσίαν. Τριακόσιοι δε υπήρξαν οι φονευθέντες Βούλγαροι. Εις την ακμήν της μάχης αυτής, έφθασεν επιτόπου ο Γενικός Διοικητής (Μακεδονίας) κ. Στέφανος Δραγούμης.
»―Με υποδέχεσθε, βλέπω, με όλας τας τιμάς είπεν εις τον κ. Ρακτιβάν (πολιτικό διοικητή Θεσσαλονίκης) υπονοών τους κανονιοβολισμούς οι οποίοι εξηκολούθουν ραγδαίοι.
»Και ο κ. Ρακτιβάν απήντησεν όπως απαντούν κατά την αλλαγήν της φρουράς:
»―Κύριε Γενικέ Διοικητά, σας παραδίδω την πόλιν καθαράν.
»Οι χίλιοι διακόσιοι Βούλγαροι, οι οποίοι επερίμεναν κατά τας διαβεβαιώσεις του στρατηγού Χασαπτσήεφ ότι η Θεσσαλονίκη την επομένην θα ήτο βουλγαρική, συνελήφθησαν και επιβιβάσθησαν εις τα πλοία διά να μετακομισθούν εις τον Πειραιά και εκείθεν εις το μέρος το οποίον θα ώριζεν η ελληνική κυβέρνησις».
Μετά την εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης, ολόκληρος ο ελληνικός στρατός διατάχθηκε να προελάσει κατά των Βουλγάρων, και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος έσπευσε στη Μούλτζα, για να διευθύνει αυτοπροσώπως από εκεί τις επιχειρήσεις. Και το «Πανόραμα» μας λέει:
«Ο Βασιλεύς καλέσας πλησίον του τους σωματάρχας τούς απεχαιρέτισε δι’ ολίγων θερμών λέξεων.
»―Αρχίζει, είπε, άμιλλα θανάτου. Πολλούς εξ υμών ίσως δεν τους ίδω πλέον. Αλλ’ αυτή είναι η απαίτησις της πατρίδος.
»―Ζήτω η Πατρίς! Ζήτω ο Βασιλεύς! απήντησαν οι σωματάρχαι ξιφουλκήσαντες.
»Και η προέλασις ήρχισε ταυτοχρόνως από τρία σημεία».
Ακολούθησαν οι νικηφόρες για τα ελληνικά όπλα μάχες του Λαχανά, της Λυγκόβανης, τους Κιλκίς, της Δοϊράνης, της Στρώμνιτσας, κι ο στρατός μας κατέλαβε την Καβάλα και το Δεδέαγατς (Αδριανούπολη). Και όλα αυτά μέσα σε δέκα μέρες. Ακολούθησαν η κατάληψη της Δράμας και των Σερρών, του Νευροκοπίου και του Πετσόβου, ο θρίαμβος της μάχης στο Σιμιτλή, οι νίκες της Τζουμαγιάς, η εγκατάλειψη από τους Βουλγάρους της Ξάνθης.
Ο ελληνικός στρατός, όμως, είχε φτάσει πια στα όρια των δυνάμεών του. Ο Κωνσταντίνος, ωστόσο, αρνιόταν να το αποδεχτεί, παρά τις επανειλημμένες προτροπές του Βενιζέλου για σύναψη ανακωχής. Τελικά, αναγκάστηκε να ζητήσει ο ίδιος από τον πρωθυπουργό του να δεχτεί τη μεσολάβηση της Ρουμανίας για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες.
Κι έτσι, στις 17 Ιουλίου υπογράφηκε στο Βουκουρέστι πενθήμερη ανακωχή, και δέκα μέρες αργότερα το πρωτόκολλο που καθόριζε τα όρια της νέας Ελλάδας και της Βουλγαρίας. Και διαβάζουμε στο «Πανόραμα»:
«Ο ελληνικός στρατός δεν έδρεψεν όλους τους καρπούς των θυσιών του. Μέρος της καταληφθείσης βορειοδυτικής Μακεδονίας επανήρχετο εις τους Βουλγάρους και η Ελλάς προς νότον έπρεπε να περιορισθή εις την δυτικήν πλευράν του Νέστου με μικρόν μέρος της ανατολικής.
»Αλλ’ αι θυσίαι αύται επεβλήθησαν υπό των ισχυρών και η Ελλάς έπρεπε να υποκύψη».
greecepedia
Και πραγματικά, από τις 24 Απριλίου άρχισαν επιθέσεις Βουλγάρων κατά των ελληνικών θέσεων. Η ελληνική κυβέρνηση έκανε εντονότατες διαμαρτυρίες προς τη βουλγαρική, και στις 9 Μαΐου ο βασιλιάς πια, Κωνσταντίνος, (ο Γεώργιος είχε δολοφονηθεί στις 5 Μαρτίου) έφυγε εσπευσμένα από την Αθήνα με το αντιτορπιλικό «Πάνθηρ» και πήγε στη Θεσσαλονίκη, για να βρίσκεται στον τόπο όπου συνέβαιναν τα έκτροπα. Και με τη μεσολάβηση του πρίγκιπα Νικολάου, που ήταν μαιτρ στις μυστικές συνεννοήσεις, Αθήνα και Βελιγράδι ήρθαν σε συμφωνία για κοινή στάση απέναντι των Βουλγάρων.
Στις 16 Ιουνίου 1913, ο βουλγαρικός στρατός, ακολουθώντας προδιαγεγραμμένο σχέδιο, προήλασε απ’ όλα τα σημεία προς τις απέναντί του ελληνικές και σερβικές θέσεις. Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος είχε αρχίσει.
Την ίδια μέρα, ο στρατηγός Καλλάρης κάλεσε τους Βουλγάρους που βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη να παραδοθούν στον ελληνικό στρατό. Τους δόθηκαν δύο διαδοχικές προθεσμίες, για να μη γίνουν καταστροφές στην πόλη, και ύστερα διατάχθηκε γενική επίθεση σε όλα τα σημεία που κατείχαν οι Βούλγαροι. Η επίθεση άρχισε στις 6.55 το απόγευμα, και τελείωσε στις 6.55 το πρωί της άλλης μέρας. Και ο Ν. Σπανδωνής, αυτόπτης μάρτυρας, γράφει στο «Πανόραμα»:
«Κατά την δωδεκάωρον αυτήν μάχην, πρωτοφανή μέσα εις τας οδούς πόλεως, 52 Έλληνες στρατιώται και αξιωματικοί επλήρωσαν διά της ζωής των την ολοσχερή απαλλαγήν της Θεσσαλονίκης από την βουλγαρικήν αυθαιρεσίαν. Τριακόσιοι δε υπήρξαν οι φονευθέντες Βούλγαροι. Εις την ακμήν της μάχης αυτής, έφθασεν επιτόπου ο Γενικός Διοικητής (Μακεδονίας) κ. Στέφανος Δραγούμης.
»―Με υποδέχεσθε, βλέπω, με όλας τας τιμάς είπεν εις τον κ. Ρακτιβάν (πολιτικό διοικητή Θεσσαλονίκης) υπονοών τους κανονιοβολισμούς οι οποίοι εξηκολούθουν ραγδαίοι.
»Και ο κ. Ρακτιβάν απήντησεν όπως απαντούν κατά την αλλαγήν της φρουράς:
»―Κύριε Γενικέ Διοικητά, σας παραδίδω την πόλιν καθαράν.
»Οι χίλιοι διακόσιοι Βούλγαροι, οι οποίοι επερίμεναν κατά τας διαβεβαιώσεις του στρατηγού Χασαπτσήεφ ότι η Θεσσαλονίκη την επομένην θα ήτο βουλγαρική, συνελήφθησαν και επιβιβάσθησαν εις τα πλοία διά να μετακομισθούν εις τον Πειραιά και εκείθεν εις το μέρος το οποίον θα ώριζεν η ελληνική κυβέρνησις».
Μετά την εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης, ολόκληρος ο ελληνικός στρατός διατάχθηκε να προελάσει κατά των Βουλγάρων, και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος έσπευσε στη Μούλτζα, για να διευθύνει αυτοπροσώπως από εκεί τις επιχειρήσεις. Και το «Πανόραμα» μας λέει:
«Ο Βασιλεύς καλέσας πλησίον του τους σωματάρχας τούς απεχαιρέτισε δι’ ολίγων θερμών λέξεων.
»―Αρχίζει, είπε, άμιλλα θανάτου. Πολλούς εξ υμών ίσως δεν τους ίδω πλέον. Αλλ’ αυτή είναι η απαίτησις της πατρίδος.
»―Ζήτω η Πατρίς! Ζήτω ο Βασιλεύς! απήντησαν οι σωματάρχαι ξιφουλκήσαντες.
»Και η προέλασις ήρχισε ταυτοχρόνως από τρία σημεία».
Ακολούθησαν οι νικηφόρες για τα ελληνικά όπλα μάχες του Λαχανά, της Λυγκόβανης, τους Κιλκίς, της Δοϊράνης, της Στρώμνιτσας, κι ο στρατός μας κατέλαβε την Καβάλα και το Δεδέαγατς (Αδριανούπολη). Και όλα αυτά μέσα σε δέκα μέρες. Ακολούθησαν η κατάληψη της Δράμας και των Σερρών, του Νευροκοπίου και του Πετσόβου, ο θρίαμβος της μάχης στο Σιμιτλή, οι νίκες της Τζουμαγιάς, η εγκατάλειψη από τους Βουλγάρους της Ξάνθης.
Ο ελληνικός στρατός, όμως, είχε φτάσει πια στα όρια των δυνάμεών του. Ο Κωνσταντίνος, ωστόσο, αρνιόταν να το αποδεχτεί, παρά τις επανειλημμένες προτροπές του Βενιζέλου για σύναψη ανακωχής. Τελικά, αναγκάστηκε να ζητήσει ο ίδιος από τον πρωθυπουργό του να δεχτεί τη μεσολάβηση της Ρουμανίας για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες.
Κι έτσι, στις 17 Ιουλίου υπογράφηκε στο Βουκουρέστι πενθήμερη ανακωχή, και δέκα μέρες αργότερα το πρωτόκολλο που καθόριζε τα όρια της νέας Ελλάδας και της Βουλγαρίας. Και διαβάζουμε στο «Πανόραμα»:
«Ο ελληνικός στρατός δεν έδρεψεν όλους τους καρπούς των θυσιών του. Μέρος της καταληφθείσης βορειοδυτικής Μακεδονίας επανήρχετο εις τους Βουλγάρους και η Ελλάς προς νότον έπρεπε να περιορισθή εις την δυτικήν πλευράν του Νέστου με μικρόν μέρος της ανατολικής.
»Αλλ’ αι θυσίαι αύται επεβλήθησαν υπό των ισχυρών και η Ελλάς έπρεπε να υποκύψη».
greecepedia
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣΤΕ ΜΑΣ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΣΑΣ