Η ατομική μνήμη ενάντια στη συλλογική λήθη: ο δημοσιογράφος Χρίστος Ζαφείρης στο καινούργιο βιβλίο του «Αντεθνικώς δρώντες...» (εκδόσεις «Επίκεντρο») εκκινεί από το πεδίο της προσωπικής μαρτυρίας και σταδιακά ανασυνθέτει μια κρίσιμη ιστορική περίοδο, την τετραετία 1971- 1974, που στο περιβάλλον της Θεσσαλονίκης διατήρησε πολλές σκοτεινές γωνίες.
Το βιβλίο «είναι κυρίως η προσωπική μαρτυρία ενός δημοσιογράφου που δούλεψε αυτά τα χρόνια της χούντας ως επαγγελματίας σε εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, ζώντας τον κοινωνικό και πολιτιστικό περίγυρο της πόλης, παρακολουθώντας και συμμετέχοντας στο φοιτητικό κίνημα της εποχής και γράφοντας κάποιες ανταποκρίσεις με τα εδώ γεγονότα για την ενημέρωση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης», σημειώνει ο Χ. Ζαφείρης στα προλεγόμενα της έκδοσης.
Στο κεφάλαιο «Η πολιτιστική Αντίσταση» ανακαλεί και συγκεντρώνει εκδηλώσεις έμμεσης ή απροκάλυπτης αντίδρασης στη χούντα, μέσα από κινηματογραφικές ή θεατρικές αίθουσες, την εκδοτική δραστηριότητα της περιόδου, κοινές προσπάθειες και ατομικές διαδρομές καλλιτεχνών. Ο «ΑτΚ» διαλέγει αποσπάσματα από τη συγκεκριμένη ενότητα για να συστήσει στους αναγνώστες το βιβλίο με το οποίο καλύπτεται σημαντικό ερευνητικό κενό στη νεότερη Ιστορία της Θεσσαλονίκης.
Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει την Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου (19.30) στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης (πλατεία Ιπποδρομίου). Θα μιλήσουν οι Δημήτρης Φατούρος, ομότιμος καθηγητής της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ, Κώστας Αναγνωστόπουλος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Θράκης, και Πάνος Ερμείδης, πολιτικός μηχανικός. Οι δύο τελευταίοι ήταν στελέχη του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος στο ΑΠΘ.
«Τέχνη», Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία
Η «Τέχνη» είναι διαχρονικά το πιο μαζικό και δημιουργικό πολιτιστικό σωματείο της Θεσσαλονίκης. Ιδρύθηκε το 1952, είχε την τύχη να συγκεντρώσει ως στελέχη και μέλη της το άνθος της κοινωνίας της πόλης και να αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο το δυναμικό του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έχοντας ως μόνιμο σχεδόν πρόεδρό της τον καθηγητή της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ, Λίνο Πολίτη.
Στα χρόνια της χούντας δεν ανακόπηκε η καλλιτεχνική πορεία της. Αντίθετα, αυξήθηκε η προσέλευση του κοινού και πύκνωσαν οι εκδηλώσεις της. Για την περίοδο 1971-1974 το σωματείο πήρε γενναία χορηγία από το Ιδρυμα Φορντ, πάνω από δύο εκατομμύρια δραχμές, με την οποία, πέρα από την ευπρόσωπη κάλυψη των λειτουργικών εξόδων, αγόρασε μουσικά όργανα και μηχανήματα υψηλής πιστότητας και ενίσχυσε όλα τα τμήματά του με σύγχρονες υποδομές. Οι εκδηλώσεις της εταιρείας δεν έβαλλαν ευθέως κατά της χούντας, αλλά ο προοδευτικός χαρακτήρας τους, ιδίως στο θεατρικό της τμήμα, η μαζική προσέλευση ιδιαίτερα των νέων και η παρουσία πολλών αντιφρονούντων μελών και προσκεκλημένων δημιουργών κατά του καθεστώτος, προκαλούσαν τη συχνή παρέμβαση της χούντας. Το μένος των δικτατόρων κατά της «Τέχνης» φάνηκε στη δεύτερη χούντα του Ιωαννίδη, το Νοέμβριο του 1973, όταν το εντευκτήριό της σφραγίστηκε, η εταιρεία διαλύθηκε με απόφαση του στρατιωτικού διοικητή Θεσσαλονίκης και η περιουσία της τέθηκε «υπό μεσεγγύησιν κατά τας διατάξεις του Α.Ν. 2636/1940». Στις 24 Νοεμβρίου, τη μέρα που τα όργανα της χούντας θυροκόλλησαν την απόφαση της διάλυσης της εταιρείας και πέρασαν την κλειδαριά με βουλοκέρι, στις αίθουσες της «Τέχνης» παρέμειναν εκτεθειμένοι στην άγνοια και την αμορφωσιά των χουντικών πολύτιμοι πίνακες σπουδαίων Ελλήνων ζωγράφων του 20ού αιώνα από τη μεγάλη αναδρομική έκθεση «Ελληνες ζωγράφοι του 20ού αιώνα – Η Νεώτερη Γενιά (1910-1920)», που είχε εγκαινιαστεί εκεί πριν δέκα μέρες. Η χούντα, κάτω από ποικίλες πιέσεις, ξανάνοιξε την «Τέχνη» χωρίς προαπαιτούμενα, η οποία συνέχισε κανονικά το πρόγραμμά της.
Το Θεατρικό Εργαστήρι
Η «Τέχνη», με την πρωτοβουλία της να ιδρύσει το Θεατρικό Εργαστήρι και να θέσει υπό την προστασία της νέους ηθοποιούς που πάλευαν να στεριώσουν μόνιμο θεατρικό σχήμα στην πόλη, έβαλε ουσιαστικά τη σφραγίδα της στα θεατρικά δρώμενα της Θεσσαλονίκης όπου μονοπωλούσε ώς τότε το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ). Το Θεατρικό Εργαστήρι της «Τέχνης» ιδρύθηκε το 1969-'70 και συγκροτήθηκε από φτασμένους νέους ηθοποιούς, μαθητές οι περισσότεροι του πρωτοπόρου δάσκαλου του θεάτρου Ζήζου Χαρατσάρη, που προέρχονταν από ερασιτεχνικά σχήματα του φοιτητικού θεάτρου (ΦΟΘΚ) και της «Αμικάλ», του συλλόγου αποφοίτων του Γαλλικού Ινστιτούτου. Με την οικονομική ενίσχυση και της γκαλερί ΖΜ νοικιάστηκε ο κινηματογράφος «Αμαλία» όπου ο θίασος με το όνομα «Θεατρικό Εργαστήρι της ''Τέχνης''» έκανε οργανωμένο επαγγελματικό βηματισμό. Η αυλαία του νέου θεάτρου άνοιξε τον Οκτώβριο του 1972, και ήταν μια από τις πιο γόνιμες θεατρικές περιόδους της πόλης, ώς το Νοέμβριο του 1973 που έκλεισε από τη χούντα.
Η έντονη καλλιτεχνική παρουσία και το αντιδικτατορικό πνεύμα, αλλά προπαντός η σημαντική προοδευτική δουλειά της ομάδας του Εργαστηρίου στο θέατρο και την Κινηματογραφική Λέσχη που δημιούργησε, είχε ως αποτέλεσμα να μετατρέψουν το «Αμαλία» σε «κέντρο πολιτισμού και ελεύθερου λόγου, δηλαδή άμεσο εχθρό του καθεστώτος των συνταγματαρχών», σημειώνει ο εκ των μελών της ομάδας, Κώστας Γακίδης.
Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου
Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είναι δημιούργημα της πόλης και αγαπήθηκε θερμά από το κοινό του. Παράλληλα με τον ψυχαγωγικό και καλλιτεχνικό χαρακτήρα του, στη διάρκεια της χούντας αποτέλεσε, ιδιαίτερα για τους νέους σκηνοθέτες και τη νεολαία, χώρο διαμαρτυρίας και αντιδικτατορικής αντίδρασης. Οι σκηνοθέτες το πετύχαιναν με την επιλογή των θεμάτων των ταινιών τους, που στόχευαν στον κοινωνικό προβληματισμό και την προβολή των αντιδικτατορικών μηνυμάτων τους. Επειδή, όμως, η λογοκρισία των χουντικών κριτικών επιτροπών έκοβε χωρίς έλεος τις ελευθερόφρονες και φανερά αντικαθεστωτικές ταινίες ή ακόμη και αυτές που περιείχαν απλές αιχμές κατά της δικτατορίας, οι δημιουργοί τους επέλεγαν θέματα με υπαινικτική ή αλληγορική γραφή, ταινίες με αντιμιλιταριστικά σενάρια πάνω σε σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα και ιστορικές αναδρομές, με θέματα του ελληνικού παρελθόντος που προσομοίαζαν με τα χαρακτηριστικά της χούντας των Απριλιανών.
Αφετηρία του νέου κλίματος και ναυαρχίδα του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου θεωρείται η «Αναπαράσταση» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ταινία που προβλήθηκε στο 11ο (1970) Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, έκανε αίσθηση και βραβεύτηκε.
Το επόμενο φεστιβάλ (12ο) του 1971 χαρακτηρίστηκε ως «φεστιβάλ της οργής», καθώς πολλοί νέοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα για τη σκληρή λογοκρισία που επιβλήθηκε στις διαγωνιζόμενες ταινίες από τις χουντικές επιτροπές. Κόπηκαν συνολικά 31 ταινίες (!), 23 μικρού μήκους και 8 μεγάλου μήκους, εξαιτίας κυρίως των πολιτικών αιχμών που περιείχαν κατά του καθεστώτος. Στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν υπερβολικές και άδικες, καθώς οι επιτροπές λογοκρισίας της δικτατορίας εμφανίζονταν… δικτατορικότερες των δικτατόρων.
Στο 13ο φεστιβάλ του 1972, οι οπαδοί του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, παρά τα εμπόδια της χουντικής λογοκρισίας, επικρατούν κατά κράτος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η βραβευμένη ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μέρες του ’36» περιγράφει ένα παράλληλο με τη δικτατορία των Απριλιανών θέμα, το μηχανισμό των συνωμοτών και την παρακμή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που οδήγησε στη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά το 1936. Η προβολή της στο φεστιβάλ -όπως και στο εξωτερικό– ενθουσίασε το κοινό, ιδίως τους νέους του «β' εξώστη», καθώς περιγραφόταν αντιστικτικά μια ταυτόσημη με τη χούντα των συνταγματαρχών πορεία.
Οι γκαλερί ΖΜ και «Κοχλίας»
Δύο γκαλερί αυτήν την περίοδο γίνονται χώροι πρωτοποριακής πολιτιστικής δράσης και αντιδικτατορικής ζύμωσης. Η παλιότερη είναι η «Ζήτα-Μι» (από τα αρχικά των ιδρυτών της: Ζάννας και Μαυροκορδάτος), που ιδρύθηκε το 1955 στο υπόγειο της οδού Αριστοτέλους 3 και αποτέλεσε αρχικά το εκθετήριο αντιπροσωπείας των περίφημων δακτυλογραφικών μηχανών «Ολιβέτι». Δίπλα στις μηχανές γίνονταν συζητήσεις για μουσική και κινηματογράφο με συμποσιάρχη τον Παύλο Ζάννα που ήταν συνιδιοκτήτης της. Οι συναντήσεις αυτές ήταν μια «ελαφριά» μεταφορά, μεταξύ μουσικής και κρασιού, των σοβαρών συμποσίων της «Τέχνης», καθώς στη ΖΜ οι περισσότεροι θαμώνες της ήταν μέλη της πολιτιστικής εταιρείας. Παράλληλα, η γλυκιά «καταστηματάρχισσα», η σύζυγος του Παύλου Ζάννα, η πιανίστρια Μίνα, τοποθέτησε δίσκους κλασικής και τζαζ μουσικής, κεραμικά, είδη λαϊκής τέχνης και πίνακες ζωγραφικής.
Μετά τη φυλάκιση του Παύλου Ζάννα το 1968, για τη συμμετοχή του στην αντιδικτατορική οργάνωση «Δημοκρατική Αμυνα», η Μίνα συνεργάστηκε στη ΖΜ από το 1970 με τις αδερφές Μάρω Λάγια και Κατερίνα Καμάρα. Η περίοδος αυτή θεωρείται και η πιο δραστήρια της ιστορίας της, καθώς η γκαλερί γίνεται στέκι αντιστασιακών, λογοτεχνών, εικαστικών και φιλότεχνων. Αυτά τα χρόνια στη ΖΜ εξέθεσαν έργα τους και πολλοί γνωστοί καλλιτέχνες (Σπύρος Βασιλείου, Παναγιώτης Τέτσης, Γιώργος Ζογγολόπουλος, Νίκος Σαχίνης, Αλέξης Ακριθάκης, Λουκάς Βενετούλιας, Αλέξανδρος Ισαρης κ.ά.). Ανάμεσα στα αντικείμενα της γκαλερί διατίθεντο και απαγορευμένοι δίσκοι του Θεοδωράκη και άλλων συνθετών που είχε φιμώσει η χούντα. Πολλές, εξάλλου, από τις εισπράξεις της ΖΜ και εισφορές φίλων και θαμώνων προωθούνταν για την ενίσχυση κρατουμένων στις φυλακές της χούντας.
Η γκαλερί «Κοχλίας» του Κώστα Λαχά στο υπόγειο της οδού Μητροπολίτου Ιωσήφ 24 και Τσιμισκή ήταν ένα ζωντανό κύτταρο εικαστικής παιδείας, αισθητικής και δημοκρατίας. Ηταν από κάθε πλευρά πρωτοπόρα, με τα σύγχρονα συστήματα ανάρτησης και προβολής των έργων, την οργανωμένη ξενάγηση ομάδων φιλότεχνων και σχολείων από ειδικούς ώς τη συστηματική δημοσιότητα και την προώθηση των καλλιτεχνών και των έργων τους. Με ένα λόγο ήταν η πρώτη σύγχρονη γκαλερί στη Θεσσαλονίκη και μία από τις πρώτες καλύτερες της χώρας, γι’ αυτό και είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη των Ελλήνων καλλιτεχνών, που θεωρούσαν τιμητική και σημαντική για την προώθηση της δουλειάς τους τη συνεργασία με τον «Κοχλία».
Η αίθουσα εκθέσεων του Κώστα Λαχά εγκαινιάστηκε στις 21 Σεπτέμβρη του 1972 με μεγάλη ατομική έκθεση του Γιάννη Γαΐτη και εντυπωσιακή συμμετοχή φιλότεχνων. Ο Κώστας Λαχάς θυμάται εκείνη τη σημαδιακή μέρα:
Τα εγκαίνια «πατείς με, πατώ σε», με ένα κόσμο μέσα κι έξω από τον «Κοχλία», που κάλυπτε τα πεζοδρόμια από την Τσιμισκή έως την Μητροπόλεως, έμπαιναν κι έβγαιναν κατά κύματα παρ’ όλο που τα κοράκια της Ασφάλειας καραδοκούσαν, στημένα σε κατάλληλες θέσεις, πράγμα που συνεχίστηκε, ενίοτε και με απεσταλμένους της ΚΥΠ, του ΟΑΣ και της στρατονομίας έως την κατάρρευση της χούντας…
Ως το 1986 που έκλεισε ο «Κοχλίας», η συμβολή του στην παρουσίαση εξαιρετικών Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών και στην αναβάθμιση -και όχι μόνον- της αισθητικής παιδείας υπήρξε αξεπέραστη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣΤΕ ΜΑΣ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΣΑΣ