γράφει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Νομάτοι ή νοματαίοι είναι, σύμφωνα με τα λεξικά, τα ανώνυμα, χωρίς ταυτότητα πρόσωπα: τα πρόσωπα που δύσκολα ξεχωρίζουν ή αποσπώνται από το πλήθος, παραμένοντας πάντα ένα με την κίνηση και τη φωνή του. Σύμφωνα και πάλι με τα λεξικά, οι νομάτοι ή νοματαίοι απαντούν μόνο στον πληθυντικό. Αυτό δεν θα εμποδίσει τον Βασίλη Κουνέλη (γεν. 1965) να γυρίσει τη λέξη στον ενικό για να τιτλοφορήσει το πρώτο πεζογραφικό του βιβλίο, προειδοποιώντας μας ευθύς εξαρχής για το είδος της ιστορίας που θα παρακολουθήσουμε.
Ο κεντρικός του ήρωας, ο οποίος ακούει στο όνομα Θοδωρής, κρατάει από σόι δασκάλων, τους Μπαντουβάκηδες (τα κλαδιά του γενεαλογικού τους δέντρου θα τα βρούμε περίπου σε όλη την Ελλάδα), και είναι ένας ανήλικος, αδιαμόρφωτος ήρωας: ένα μεγάλο και έκπληκτο πλην κάθε άλλο παρά ανυποψίαστο παιδί ή, καλύτερα, ένας ανήσυχος και ανυπότακτος χαλανδριώτης έφηβος (περιττό να υπενθυμίσω πως δεν είναι όλοι οι έφηβοι ούτε υποψιασμένοι ούτε ανυπότακτοι), που αφηγείται άτακτα, αλλά με την ενδεδειγμένη εσωτερική συνοχή, το σχολικό και οικογενειακό του παρόν, ταυτισμένο με την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης.
Ο Θοδωρής ανατρέχει εκ παραλλήλου τόσο στα παιδικά του χρόνια, τα οποία ανακαλούν την εποχή της δικτατορίας, όσο και στα χρόνια των αναμνήσεων των ενηλίκων (πρωτίστως της γιαγιάς και του θείου του), που ξεκινούν από τον Εμφύλιο, για να φτάσουν μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Το χρονικό αυτό τρίπτυχο του λόγου του ενδοδιηγητικού αφηγητή (ο Θοδωρής συμμετέχει σε όλα τα δρώμενα, ακόμη και στις αναμνήσεις των συγγενών του, οι οποίες πολύ συχνά τον επηρεάζουν και τον προβληματίζουν βαθιά) αποτελεί το ισχυρότερο και το πλέον αποτελεσματικό μέσον στα χέρια του Κουνέλη. Γιατί; Μα, επειδή ο συγγραφέας αποκτά έτσι τη δυνατότητα να εξαπλωθεί σ’ ένα δεόντως εκτεταμένο άνυσμα, το οποίο δίνει ικανό βάθος στο προσκήνιο της μεταπολίτευσης, συνδέοντας τα φαινόμενά της, που εγγράφονται στον ιστορικό και βιωματικό χρόνο του Θοδωρή, με τη νεότερη (κατά βάση μεταπολεμική) πολιτικοκοινωνική διαδρομή της Ελλάδας.
Η αφήγηση δεν θα περάσει ποτέ στην ενηλικίωση του Θοδωρή, αφήνοντάς τον εσκεμμένα στο επίπεδο του νομάτου: ενός πρωταγωνιστή που αγωνίζεται να διακρίνει το πρόσωπό του μέσα στην ατομική σύγχυση της εφηβείας, αλλά και στη συλλογική αναταραχή μιας ποικιλοτρόπως ταλαιπωρημένης κοινωνίας, η οποία παλεύει με τη σειρά της να σταθεί στα πόδια της και να διακρίνει την ταυτότητά της. Νομάτος, λοιπόν, ο οποίος θα κάνει ό,τι επιτάσσουν η ηλικία του και η μεταπολιτευτική ατμόσφαιρα: θα ερωτευτεί ένα λαχταριστό κορίτσι και θα υπερασπιστεί έως εσχάτων τους φίλους του, θα στασιάσει κατά των γονιών και του σχολείου του, θα μπερδευτεί με τις αριστερές οργανώσεις, και θα αναμασήσει την ξύλινη γλώσσα τους, θα καταβροχθίσει τους ριζοσπάστες κοινωνιολόγους και πολιτικούς στοχαστές της δεκαετίας του 1970, θα συγκινηθεί με τις μουσικές και το ανθρωπομάνι των κομματικών φεστιβάλ και θα ψάξει όσο καλύτερα γίνεται το παρελθόν της οικογένειάς του.
Ο περίγυρος του νομάτου θα αποκαλύψει από τη μεριά του την καμπή την οποία ζει η ελληνική κοινωνία λίγο μετά την πτώση του καθεστώτος των συνταγματαρχών: τον πόθο για έναν βίο απαλλαγμένο από την ανελευθερία και την πολιτική δυσφορία των προδικτατορικών ετών, τη σπαραγμένη πολυφωνία (ένας διάλογος κωφών) της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως και την τάση (ήδη από τότε) για άγρια εξατομίκευση με φόντο τις πολύχρωμες σημαίες της αριστερής ιδεολογίας.Οι αφηγήσεις της γιαγιάς και του θείου του Θοδωρή θα υποδείξουν εδώ τις δραματικές ρίζες του κόσμου της μεταπολίτευσης: τους ηρωϊσμούς, αλλά και τις αποστασίες ή τις προδοσίες του Εμφυλίου, μαζί με τη μιζέρια, τη στέρηση και τον διαρκή (προ του Εμφυλίου και προ του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου) εγκλωβισμό (και αυτοεγκλωβισμό) της ελληνικής επαρχίας.
Όλα αυτά δεν θα είχαν κατά πάσα πιθανότητα και τόση σημασία αν δεν τα κεντούσε με το σπαρταριστό της ύφος η γραφή του Κουνέλη, που μετατρέπει σε μιαν ατέλειωτη κωμωδία την αφήγηση του Θοδωρή, ακόμη κι όταν στους κόλπους της αναδεικνύονται εξαιρετικά δυσοίωνες και δυσάρεστες καταστάσεις. Και ο κωμικός σπινθήρας δεν παράγεται εν προκειμένω από το χιούμορ του αφηγητή, αλλά από τους διαδοχικούς αιφνιδιασμούς που δοκιμάζει καθώς έρχεται σε όλο και στενότερη επαφή με την ενήλικη πραγματικότητα. Αιφνιδιασμοί οι οποίοι θα μετατρέψουν το ευτράπελο σε αθέλητο και συνάμα απαράβατο κανόνα της οπτικής του Θοδωρή, όπως διαμεσολαβείται από τη συγγραφική σκηνοθεσία, που θα κρατήσει στο ημίφως το ενήλικο βλέμμα της, πλουτίζοντας τη σύγχρονη ελληνική κωμωδιογραφία με μια γενναία, ανεμπόδιστη πηγή γέλιου.
Σκέφτομαι, με την ευκαιρία, το λογοτεχνικό corpus στo οποίο θα μπορούσε να υπαχθεί ο Νοματαίος: τα μυθιστορήματα Οι ανήλικοι (1980) του Πέτρου Τατσόπουλου και Χαιρετίσματα από το Νότο (1994) και Απέραντες συνοικίες. Έγχρωμο σινεμασκόπ (2001) του Γεράσιμου Δενδρινού (ας προσθέσω και τη συλλογή διηγημάτων του τελευταίου με τίτλο Για ένα πακέτο «Άρωμα», 1992), που καταγράφουν διαμέσου της παιδικής, της εφηβικής ή της νεανικής ματιάς τα καθημερινά πεπραγμένα της δικτατορίας και της μεταπολίτευσης, διατηρώντας στις σελίδες τους όχι τόσο έναν κωμικό όσο, πρωτίστως, έναν παρωδιακό τόνο, όπως και το μυθιστόρημα του Γιώργου Δενδρινού Σάμαλι και κωκ (2005), που ανακινεί τη χαλανδριώτικη καθημερινότητα της δεκαετίας του 1950, υιοθετώντας το ύφος μιας ξεκαρδιστικής κωμωδίας.
Ο Κουνέλης εντάσσεται με το πρώτο κιόλας βιβλίο του σ’ ένα καθιερωμένο και πολλαπλά δοκιμασμένο συγγραφικό περιβάλλον. Και μια τέτοια όσμωση είναι σε θέση, φαντάζομαι, να μας υποσχεθεί πολλά για το μέλλον.
Βασίλης Κουνέλης
Νοματαίος
Εκδόσεις Ωκεανίδα
| |
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου vhatziv@gmail.com http://www.critique.gr |
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣΤΕ ΜΑΣ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΣΑΣ