Popular Post

Blogger Themes

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

Ανδρέας Κάλβος (Ζάκυνθος, 1792 – Λονδίνο, 3 Νοεμβρίου 1869)


Έλληνας ευρυμαθής λόγιος και εθνικός ποιητής, πατριώτης επαναστάτης, αρχαιολάτρης και νεοκλασικιστής. Η ποίησή του είναι ηθικοπρακτικά πολιτική και στο έπακρο επική, όχι όμως ιδεαλιστική όπως εσφαλμένα αυτή εξελήφθη από τον Κ. Τσάτσο που τον χαρακτήρισε «Ποιητή της Ιδέας» («ο Κάλβος ούτε μεταφυσικός ποιητής είναι, ούτε, πολύ περισσότερο, απορροφημένος στη θέαση της ιδέας, ούτε τα φθαρτά και τα αισθητά καταφρονεί. Η ποίησή του δε βρίσκεται πάνω από τα εγκόσμια, ούτε είναι ασυγκίνητη και απαθής. Απεναντίας είναι τα εγκόσμια αυτά τα οποία την κινούν. Αναλώνεται στον αγώνα της δραματικής πορείας προς τη λύτρωση, στο πάθος της ελευθερίας, τα θεμέλια του οποίου είναι χτισμένα με τα πλέον επίγεια υλικά», έγραψε ο Νάσος Βαγενάς). Είναι μία ποίηση επικεντρωμένη στις τότε «ιακωβινικές» και «καρμποναρικές» αξίες Ελευθερία και Αρετή (αυτήν που οι Ροβεσπιέρος και Σαιν Ζυστ απέδιδαν με τον όρο «la Vertu», όχι όπως την παρερμήνευσε ο Ελύτης), μια αντι-λυρική ποίηση, όπου μέσα της δένουν αρμονικά μεταξύ τους το μελαγχολικό με το αυστηρό στοιχείο, το ρομαντικό με το επικό, τα παγανιστικά και αρχαιοελληνικά πρόσωπα και σύμβολα με την έντονη επαναστατικότητα και τον υπό διαμόρφωση ακόμα πατριωτισμό της εποχής του. 



ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ: 

Γεννήθηκε στην Ζάκυνθο το 1792, από τον κρητικής καταγωγής τυχοδιώκτη Κερκυραίο Ιωάννη ή Τζανέτο Κάλβο, πρώην μισθοφόρο ανθυπολοχαγό του ενετικού στρατού, και την αριστοκράτισσα Αδριανή Ρουκάνη. Όταν ήταν 9 ετών, ο πατέρας του εγκατέλειψε την μητέρα του και εγκαταστάθηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας όπου ήδη ζούσαν κάποιοι συγγενείς του, παίρνοντας μαζί του τους δύο του υιούς, τον 9χρονο Ανδρέα και τον μικρότερο αδελφό του Νικόλαο. Παρά το ότι ο πατέρας του κατά κανόνα βρισκόταν μακριά για τις δουλειές του, ο Ανδρέας υπήρξε φιλομαθέστατος και πήρε πολύ καλή μόρφωση, με σπουδές στην αρχαιοελληνική και λατινική λογοτεχνία, ενώ από τα μετεφηβικά του κιόλας χρόνια έγραψε το πρώτο του έργο, τον αντιπολεμικό «Ύμνο στον Ναπολέοντα», που αργότερα όμως θα αποκηρύξει και θα καταστρέψει.  
Ο πατέρας Κάλβος πέθανε το 1812 και μετά από λίγους μήνες τα δύο ενήλικα πια αδέλφια κατέφυγαν σε διαφορετικές πόλεις σε αναζήτηση της τύχης τους, ο Ανδρέας στην Φλωρεντία και ο Νικόλαος στην Τεργέστη (όπου ασχολήθηκε επιτυχημένα με το εμπόριο). Στην Φλωρεντία ο Ανδρέας σπούδασε Ελληνική, Λατινική και Ιταλική φιλολογία παραδίδοντας μαθήματα για την εξασφάλιση των προς το ζήν και επίσης γνώρισε το φθινόπωρο του 1813 τον ποιητή Ούγκο Φώσκολο (Ugo Foscolo, 1778 – 1827, γεννημένο επίσης στην Ζάκυνθο, από τον Ανδρέα Φώσκολο και την Διαμαντίνα Σπαθή, ένθερμο ιακωβίνο και αρχαιολάτρη κατά την νεότητά του, την οποία πέρασε στην Βενετία), υπό τον οποίο εργάσθηκε ως γραμματικός και αντιγραφέας. Ο Φώσκολος στάθηκε για τον Ανδρέα επί τρισήμιση χρόνια καλός φίλος, διδάσκαλος, μέντορας και ξεναγός στο ισχυρό εκείνη την εποχή ρεύμα του νεοκλασικισμού, αλλά και στις επαναστατικές ιδέες της εποχής. Eκείνη ακριβώς την εποχή μετά από προτροπή του Φώσκολου, από τις επαναστατικές ιδέες του οποίου είχε επηρεαστεί, ο Κάλβος άρχισε τις πρώτες δικές του ποιητικές προσπάθειες, γράφοντας στα ιταλικά τέσσερις μονολόγους μιας άγνωστης τραγωδίας («Avantida») και τρεις τραγωδίες, τις «Θηραμένης» («Teramene», 1813), «Δαναϊδες» («Le Danaidi», 1814) και «Ιππίας» («Ippia», 1813). 
Το 1814, χρονιά κατά την οποία ο Κάλβος έγραψε στα ιταλικά την «Ωδή εις Ιονίους» («Ode agli Ionii»), ο Φώσκολος κατέφυγε στην Ζυρίχη της Ελβετίας λόγω του ότι κινδύνευε να συλληφθεί από τις αυστριακές αρχές για τις δημοκρατικές ιδέες του. Την επόμενη χρονιά, κατά την οποία πέθανε η μητέρα του Αδριανή (30 Ιουνίου 1815), έφθασε εκεί και ο Κάλβος και στα τέλη του 1816 (χρονιά που πληροφορήθηκε καθυστερημένα τον χαμό της μητέρας του από επιστολή της φίλης του Φώσκολου Ματζιόττι, στις 10 Μαϊου 1816) έφυγαν μαζί για το Λονδίνο. Εκεί ο Ανδρέας κέρδιζε τα προς το ζήν παραδίδοντας μαθήματα, ενώ ταυτοχρόνως έκανε μεταφράσεις θρησκευτικών βιβλίων στα ιταλικά και τα ελληνικά και έγραφε ποίηση, στην οποία συνένωνε με εκπληκτικό τρόπο την δημοτική ελληνική γλώσσα με την αρχαϊζουσα. 
Ήδη από τον Φεβρουάριο του 1817 είχε τσακωθεί σοβαρά με τον Φώσκολο με αποτέλεσμα η φιλία των δύο ποιητών να σπάσει διαπαντός. Κατά την περίοδο 1818 – 1819 έδωσε μία σειρά διαλέξεων για την σωστή προφορά των αρχαίων Ελληνικών, οι οποίες εντυπωσίασαν το αρχαιόφιλο αγγλικό κοινό, εξέδωσε μία «Νεοελληνική Γραμματική» και μία τετράτομη Μέθοδο εκμάθησης της Ιταλικής γλώσσας και εργαζόταν προς σύνταξη ενός αγγλοελληνικού Λεξικού. Στις 18 Μαϊου 1819 νυμφεύθηκε την αγγλίδα Μαρία Τερέζα Τόμας, η οποία όμως πέθανε κατά το πρώτο εξάμηνο του 1820 μαζί με την θυγατέρα τους που είχε μόλις γεννήσει. 
Στενοχωρημένος βαθύτατα, εγκατέλειψε το καλοκαίρι του 1820 την Αγγλία («με είδε / το πέμπτον του αιώνος / εις ξένα έθνη»), μετά μάλιστα από μία αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας για ερωτικούς λόγους (απόρριψη από την μαθήτριά του Σούζαν Ριντού), και εγκαταστάθηκε προσωρινά στο Παρίσι και έπειτα, τον Σεπτέμβριο του 1820 ξανά στην Φλωρεντία («Χαίρε και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν / τα ένδοξα Παρίσια»). 
Στην Φλωρεντία εντάχθηκε στην μυστική οργάνωση των «Καρμπονάρων» («Carbonari») και εξαιτίας της δράσης του συνελήφθη και απελάθηκε στην Ελβετία στις 23 ή 25 Απριλίου 1821. Στα τέλη του 1820 ή στις αρχές του 1821 (Δάλλας, 1994, σελ. 77) συνέθεσε την μακρά ωδή «Εις Θάνατον», που είναι γεμάτη από τους συμβολισμούς της «καρμπονερίας» («Εγώ τώρα εξαπλώνω / ισχυράν δεξιάν / και την άτιμον σφίγγω / πλεξίδα των τυράννων / δολιοφρόνων / Εγώ τα σκήπτρα στάζοντα / αίματος και δακρύων / καταπατώ• και καίω / της δεισιδαιμονίας /  το βαρύ βάκτρον. / Επάνω εις τον βωμόν / της αληθείας, τα σφάγια / τώρα εγώ ρίπτω• μ' άφθονα / τον λίβανον σωρεύω, / μ' άφθονα χέρια. / Ως απ' ένα βουνόν / ο αετός εις άλλο / πετάει, καιγώ τα δύσκολα / κρημνά της αρετής / ούτω επιβαίνω», στροφές λβ - λε). 
Στην Γενεύη εντάχθηκε στο κίνημα των φιλελλήνων, εξασφαλίζοντας τα προς το ζην με παραδόσεις μαθημάτων ξένων γλωσσών. Καθώς είχε ήδη ξεσπάσει στην Ελλάδα η εθνική Επανάσταση κατά των Οθωμανών, προπαγάνδισε συστηματικά υπέρ του αγώνα των συμπατριωτών του, με δημοσιεύματα και διαλέξεις. Το 1823 μυήθηκε προφανώς στην μυστική ιακωβινική - καρμποναρική οργάνωση «Γαλάτες Αναμορφωτές» («Reformateurs Gaulois») του Φίλιππου Μπουοναρόττι (Filippo Giuseppe Maria Ludovico Buonarrotti ή Buonarroti, 1761 - 1837), της οποίας τα μέλη ορκίζονταν «μίσος για τους τυράννους και αιώνιο πόλεμο κατά της Ιεράς Συμμαχίας» και το 1824 εξέδωσε από την Γενεύη τις πρώτες 10 «Ωδές» του (υπό τον γενικό τίτλο «Η Λύρα»). 
Έπειτα από 2 χρόνια, το 1826, συμπλήρωσε τις «Ωδές» του με επιπλέον 10 (υπό τον γενικό τίτλο «Λυρικά», συλλογή που την αφιέρωνε στον στρατηγό Λαφαγιέτ), τις οποίες εξέδωσε αυτή την φορά από το Παρίσι όπου είχε εγκατασταθεί από τις αρχές του 1825 συνεχίζοντας πάντα την φιλεπαναστατική πατριωτική δράση του, μετά την διάλυση από τις αρχές της Ελβετίας των οργανώσεων των Καρμπονάρων. Στην τέταρτη ωδή του «Εις Σάμον» καταθέτει συγκλονιστικές στροφές προς τιμή, όχι μόνον των «Καρμανιόλων», δηλαδή των Σαμίων οπαδών της δημοκρατικής παράταξης (που από το 1807 προετοίμαζαν την Επανάσταση κατά των Οθωμανών, των προεστών και της Εκκλησίας), αλλά όλων των αγωνιστών, όλων των τόπων και όλων των εποχών: «Όσοι το χάλκεον χέρι / βαρύ του φόβου αισθάνονται / ζυγόν δουλείας, ας έχωσι• / θέλει αρετήν και τόλμην / η ελευθερία». Πολύ σωστά λοιπόν έχει παρατηρηθεί προσφάτως ότι οι ωδές του αποτελούν «το ποιητικό αντίστοιχο της Ελληνικής Νομαρχίας και ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του ελληνικού Διαφωτισμού». 
Στις 16 Ιουνίου 1826 αναχώρησε από το Παρίσι και στο τέλος του μήνα έφθασε στο Ναύπλιο, αποφασισμένος να συμμετάσχει στην προσπάθεια για μία ελεύθερη Ελλάδα («Τρέξατε, αδέλφια, τρέξατε… / σύμμετρα ας αποθάνωμεν / δια την πατρίδα»), απογοητεύθηκε όμως πολύ σύντομα όταν είδε την τρομακτική διχόνοια των ρωμιών και την αγροικία τους που τους καθιστούσε ανίκανους να εκτιμήσουν το ποιητικό έργο του («ως ξένου που πλησιάζει τα ελληνικά και ως Έλληνα που ασπάζεται τα ξένα»). Ταυτόχρονα αηδιασμένος και εξοργισμένος, κατέφυγε από τον Αύγουστο του 1826 στην Κέρκυρα, όπου αρχικά εργάσθηκε ως οικοδιδάσκαλος και εν συνεχεία, δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία για δύο περίπου έτη, ως έκτακτος καθηγητής Φιλοσοφίας, στην υπό την διεύθυνση του Α. Μουστοξύδη «Ιόνιο Ακαδημία». Μετά από λίγο όμως παραιτήθηκε από την θέση, για να ασχοληθεί ξανά με ιδιαίτερα μαθήματα (αν και τελικά επέστρεψε στην καθηγητική του θέση το 1836), μεταφράζοντας παράλληλα αρκετά ξενόγλωσσα βιβλία. 
Άρχισε να αρθρογραφεί σε διάφορες επτανησιακές εφημερίδες (όπως λ.χ. στην «Επίσημον Εφημερίδα» της «Ιονίου Πολιτείας», στην ριζοσπαστική εφημερίδα του Πέτρου Βράϊλα «Πατρίς», κ. α.) και το 1841 ανέλαβε την διεύθυνση του Κερκυραϊκού Γυμνασίου, όμως ο ευαίσθητος και συνάμα αυστηρός, άρα εύκολα δύστροπος χαρακτήρας του τον ώθησε να παραιτηθεί κι από εκεί πριν τελειώσει η χρονιά, για να περάσει μία περίπου δεκαετία διακριτικής απομόνωσης. Στα τέλη του 1852 έφυγε για το Λονδίνο, νυμφεύθηκε στις αρχές του 1853 σε ηλικια 61 ετών την 40χρονη δασκάλα Σαρλότ Ουώνταμς (Charlotte Wadams) και μαζί εγκαταστάθηκαν στο Λόουθ (Louth) του Λίνκολνσαϊρ, όπου η Σαρλότ ίδρυσε παρθεναγωγείο, στο οποίο ο Κάλβος δίδαξε ξένες γλώσσες και μαθηματικά μέχρι τον θάνατό του στο Λονδίνο, στις 3 Νοεμβρίου 1869, μετά από τον θάνατο της συζύγου του. 
Όπως συνέβη και με πολλούς ανεπιθύμητους ήρωες του 1821, όπως λ.χ. με τον μη χριστιανό Οδυσσέα Ανδρούτσο, για την «επίσημη» αναγνώριση του οποίου χρειάστηκε να περάσουν μερικές δεκαετίες, έτσι και η ποίηση του Κάλβου για πολλές δεκαετίες δεν έτυχε ούτε καν της στοχειώδους αποδοχής από τους ρωμιούς διανοούμενους («καταδικάστηκε σε λειτουργική αναστολή και απομόνωση… γιατί η ποιητική αρνησικυρία του προκαλούσε την παγιωμένη αισθητική», γράφει ο Δάλλας), οι οποίοι ούτε λίγο ούτε πολύ την θεωρούσαν «ξένη» και αρνιόντουσαν να την εντάξουν στον χώρο της νεοελληνικής ποίησης: «ο Θεός του Κάλβου δεν είναι ο Θεός των χριστιανών, αλλά ένα πνεύμα συγγενικό με το Υπέρτατο Ον των Διαφωτιστών, που ταυτίζεται με τη Φύση και που - στον Κάλβο - συμβολίζεται με τον Ήλιο», γράφει ο Βαγενάς, και ορθώς, ποτέ του ο ποιητής δεν χρησιμοποίησε τις λέξεις «Χριστός», «Αγία Τριάδα», «Άγιο Πνεύμα». Η αναφορά του στον «Σταυρόν» στην 6η Ωδή των Λυρικών, «εις Σάμον», χρημοποιείται σαφώς σχετλιαστικά για την ματαιότητα να αναζητούν οι Έλληνες βοήθεια από την χριστιανική Ευρώπη στον αγώνα τους κατά των μωαμεθανών Οθωμανών: «Παρά προστάτας 'νάχωμεν / Με ποτέ δεν εθάμβωσαν / πλούτη ή μεγάλα ονόματα / με ποτέ δεν εθάμβωσαν / σκήπτρων ακτίνες. / Ημείς δια τον σταυρόν / ανδρείως υπερμαχόμεθα / και σεις εβοηθήσατε / κρυφά τους πολεμούντας / σταυρόν και αλήθειαν. / Δια 'να θεμελιώσητε / την τυραννίαν, τιμάτε / τον σταυρόν εις τας πόλεις σας, / και αυτόν επολεμήσατε / εις την Ελλάδα. / Και τώρα εις προστασίαν μας / τα χέρια σας απλώνετε! / τραβήξετέ τα οπίσω• / βλέπει ο θεός και αστράπτει / δια τους πανούργους». 
Το ξένο προς τον βυζαντινισμό και την Ορθοδοξία έργο του, που παρέμενε σκόπιμα αγνοημένο ακόμα και μετά την προσπάθεια ανάδειξής του από τον Δημήτριο Βικέλα (1835 – 1908), έτυχε τελικά μιας κάποιας στοιχειώδους αναγνώρισης στην Ελλάδα μόνον μετα το 1889, όταν ο Κωστής Παλαμάς πρόβαλε για πρώτη φορά τον Κάλβο σε μια διάλεξή του στην αίθουσα «Παρνασσός». Ο Νάσος Βαγενάς τοποθετεί μάλιστα πολύ μεταγενέστερα την κάποια αποδοχή του Κάλβου: «η γενική πεποίθηση, ότι η ανακάλυψη της ποίησης του Κάλβου από την κριτική τελείται  το 1889 με την περίφημη διάλεξη του Παλαμά είναι ανακριβής, για τον λόγο ότι η διάλεξη αυτή ελάχιστα προσέχτηκε (…) Στην πραγματικότητα η κριτική ανακαλύπτει τον Κάλβο την δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας, όταν έχουν δημιουργηθεί οι συνθήκες που επιτρέπουν την ανακάλυψη της ανακάλυψης του Παλαμά. Το ίδιο προσεκτικά θα πρέπει να μελετήσουμε και τη δεύτερη ανακάλυψη του Κάλβου από τους συγγραφείς της γενιάς του '30». Στην διάλεξή του ο Παλαμάς, οπαδός της δημοτικής την οποία θεωρούσε μοναδική και υποχρεωτική γλώσσα της ποίησης, είχε μάλιστα αναφέρει: «Αλλ’ ο ποιητής του οποίου το εγκώμιον θέλω ήδη να πλέξω ενώπιον υμών, δικαίως δύναται τις να παρατηρήσει ότι δεν έγραψεν εις την γλώσσαν του λαού, την οποίαν δια τόσο ζωηρών χρωμάτων εξαίρω» 
Εν πάση περιπτώσει, η πραγματική (επική, «καρμποναρική») φύση της ποίησης του Ανδρέα Κάλβου, την οποία ωστόσο είχε επισημάνει ο Παλαμάς («Αλλά προ του Θεού των χριστιανών ο Κάλβος δεν κατανύσσεται τόσον όσον προ των μακάρων της Ελληνικής πολυθεϊας, τα κάλη του παραδείσου δεν θαμβούσιν αυτόν όσο τα ύψη του Ολύμπου. Η ποίησις του Κάλβου εξυμνεί την επανάστασιν, εκπροσωπούσα την Ελληνικήν παράδοσιν. Ιδεώδες αυτής είναι αι Αθήναι, όχι το Βυζάντιον»), δεν έγινε ποτέ κατανοητή από τους βυζαντινίζοντες Νεοέλληνες (όπως ορθώς παρατήρησε κάποιος προσφάτως, ο Κάλβος «μνημονεύεται κάθε φορά που επίδοξοι αγωνιστές, που δεν έχουν κάτι άλλο να γράψουν, διασύρουν προφορικά ή γραπτά τους στίχους του ‘‘θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία’’»). 
Η προσέγγιση από την άλλη του όλου έργου του Κάλβου από τους εκπρόσωπους της λεγόμενης «γενιάς του μεσοπολέμου» Κ. Τσάτσο, Γ. Σεφέρη (1936, 1937, 1941, 1960), και Οδ. Ελύτη (1942) περισσότερο το αδικεί παρά το αναδεικνύει: «ο Κάλβος έμεινε εξακολουθητικά σχεδόν η λεία και κατατριβή της έρευνας. Ένα κυνήγι πληροφοριακού υλικού περιφερειακού ενδιαφέροντος, χωρίς αξία για την ποίηση ή δυνατότητα για κριτική επεξεργασία, αλλά για την αυτοκατανάλωση της επιστήμης: η ηδονή του τυμβωρύχου» (Δάλλας, 1994, σελ. 38). Μοναδική ίσως εξαίρεση από εκείνη την γενιά δείχνει ο Άγγελος Σικελιανός (1884 - 1951), που στο γνωστό ποίημά του του 1949 προσφωνεί με τον τίτλο του συγκάτοικου των Θεών τον Ανδρέα Κάλβο: («Ω τού Πινδάρου σύνθρονος ψυχή / συνέστιε τών θεών / Ανδρέα Κάλβε / από τη σφαίρα τής καρτερίας Σου / όθε σαν αετός αιώνα ολόκληρο εποπτεύεις / τα Ελληνικά τα βάραθρα, κατέβα / κατέβα χαμηλότερα σ΄ εμάς, ωσότου / των φτέρουγών Σου των Πηγάσειων καν ακούσουμε τον ρόμβον / ή όσο μόλις / της χρησμοδότισσας φωνής Σου ν΄ αντηχήσει / η θεία κλαγγή / στα βάθη μέσα των ψυχών μας!»).
  
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΚΑΛΒΟΥ: 
«Σχέδιο νέων αρχών των Γραμμάτων», 1819  
«Απολογία της αυτοκτονίας», 1820  
«Λύρα – Ωδαί 1- 10», 1824, ποίηση  
«Λυρικά – Ωδαί 11 - 20», 1826, ποίηση  
«Ερευνα περί της φύσεως του διαφορικού υπολογισμού», 1827  
«Χάριτες - αποσπάσματα, Φώσκολος», 1846
  
ΔΕΙΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ: 
«Ωδή 4η των Λυρικών, εις Σάμον» 
Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι•
θέλει αρετήν και τόλμην
η ελευθερία. 
Αυτή (και ο μύθος κρύπτει
νουν αληθείας) επτέρωσε
τον Ίκαρον• και αν έπεσεν
ο πτερωθείς κ' επνίγη
θαλασσωμένος• 
Αφ' υψηλά όμως έπεσε,
και απέθανεν ελεύθερος.
Αν γένης σφάγιον άτιμον
ενός τυράννου, νόμιζε
φρικτόν τον τάφον. 
Εάν φιλοτιμούμεθα
να την ξαναποκτήσωμεν
μ' ίδρωτα και με αίμα,
καλόν είναι το καύχημα
της αρχαίας δόξης.
  
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΛΒΟ: 
Βαγενάς Νάσος, επιμ., «Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου», εκδόσεις «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης», Αθήνα, 1999 
Vitti Mario, «Ο Κάλβος και η εποχή του», εκδόσεις «Στιγμή», Αθήνα, 1995 
Δάλλας Γιάννης, «Η ποιητική του Ανδρέα Κάλβου», εκδόσεις «Συνέχεια», Αθήνα, 1994 
Δάλλας Γιάννης, «Ο Κλασικισμός του Ανδρέα Κάλβου», εκδόσεις «Σοκολής», Αθήνα, 1999
  


Copyright 2008, Bλάσης Γ. Ρασσιάς. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά στην πηγή.

Related Articles :


Stumble
Delicious
Technorati
Twitter
Facebook

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΕΣΤΕ ΜΑΣ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΣΑΣ

Label 14

Followers

VIDEO

ENTER-TAB1-CONTENT-HERE

RECENT POSTS

ENTER-TAB2-CONTENT-HERE

POPULAR POSTS

ENTER-TAB3-CONTENT-HERE
 

HALANDRI NEWS Copyright © 2010 LKart Theme is Designed by Lasantha