Popular Post

Blogger Themes

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

∆υο νέοι σκηνοθέτες, δυο µατιές στην Αθήνα



 ∆υο νέοι σκηνοθέτες,  δυο µατιές στην Αθήνα
Oι σκηνοθέτες Γιώργος Γεωργόπουλος (αριστερά) και Ζαχαρίας Μαυροειδής φωτογραφημένοι στο Μοναστηράκι. Οι δυο τους αποφάσισαν να συνεργαστούν ώστε να προωθήσουν τις ταινίες τους ανεξάρτητα από τις μεγάλες εταιρείες διανομής


Γεννήθηκαν στην Αθήνα, µεγάλωσαν στα βόρειαπροάστια, αλλά εδώ και χρόνια ζουν στο κέντρο. Ο Γιώργος Γεωργόπουλος από το Μαρούσι και ο Ζαχαρίας Μαυροειδής από το Χαλάνδρι, 37 και 31 χρόνων αντιστοίχως, είναι σκηνοθέτες και από την περασµένη Πέµπτη παρουσιάζουν στις αίθουσες τις πρώτες µεγάλου µήκους ταινίες τους. Μάλιστα, η παρουσίαση γίνεται σε κοινό πρόγραµµα: οι δύο δηµιουργοί αποφάσισαν να συνεργαστούν (κάτι σπάνιο για τα ελληνικά δεδοµένα) για να προωθήσουν κινούµενοι ανεξάρτητα από τις µεγάλες εταιρείες διανοµής το προϊόν τους.

Το βασικό όµως κοινό στοιχείο του «Tungsten», της ταινίας του Γεωργόπουλου, και του «Ξεναγού», της ταινίας του Μαυροειδή, είναι η ίδια η πόλη της Αθήνας – ή µάλλον δύο διαφορετικά πρόσωπα της πόλης, σε δύο εντελώς διαφορετικές µεταξύ τους ταινίες.

Στο «Tungsten» το αθηναϊκό τοπίο είναι κυριολεκτικά ασπρόµαυρο και άγριο· γκρίζες εργατικές συνοικίες, επικίνδυνα σοκάκια και γκρεµισµένα κτίρια, βυθισµένα σε µια βαριά ατµόσφαιρα. Αντιθέτως, στον «Ξεναγό» η Αθήνα λάµπει από µια γλυκιά χρωµατική πανδαισία. Είναι η όµορφη Αθήνα, εκείνη που θέλουµε να προσφέρουµε στους ξένους, ακόµη και σε αυτούς που ενδεχοµένως να µην πολυενδιαφέρονται για τα µνηµεία αλλά για έναν φραπέ κάτω από τον ήλιο.
Απειλητική
«Στη δική µου ταινία η Αθήνα είναι ένα απειλητικό περιβάλλον» λέει ο Γιώργος Γεωργόπουλος πίνοντας µια γουλιά από τον καφέ του σε ένα καφέ του Μοναστηρακίου. 

Το «Tungsten», που στα ελληνικά µεταφράζεται «τουνγκστένιο» ή «βολφράµιο», είναι ένα µέταλλο γνωστό για τις πολύ υψηλές αντοχές του στη θερµότητα αλλά και για την υψηλή αγωγιµότητά του. Χρησιµοποιείται κυρίως στις ηλεκτρικές εφαρµογές (π.χ. στα πηνία των ηλεκτρικών λα µπτήρων) και κατά προέκταση η ταινία «Tungsten» είναι για τον σκηνοθέτη της «µια πραγµατεία περί αγωγιµότητας, κάτι σαν παραλληλισµός ενός καλού αγωγού για το ηλεκτρικό ρεύµα, όπως το Tungsten, µε το ανθρώπινο σώµα ως καλό αγωγό της βίας».Με φόντο περιοχές όπως η λεωφ. Πέτρου Ράλλη και το Ρουφ, ο Ελαιώνας και ο Ταύρος, ο θεατής παρακολουθεί τρεις διασταυρούµενες ιστορίες µε ήρωες σε ρόλους που εναλλάσσονται. Στην πρώτη ιστορία ένας ελεγκτής εισιτηρίων ( Βαγγέλης Μουρίκης ) πνιγµένος στα χρέη ψάχνει τρόπους για να ξεχρεώσει αλλά και να κρατήσει ενωµένη την οικογένειά του. 

Η δεύτερη ιστορία αφορά ένα ζευγάρι ( Τάσος Νούσιας - Κόρα Καρβούνη ) το οποίο βρίσκεται ένα βήµα πριν από τον χωρισµό, ενώ στην τρίτη δύο έφηβοι ( Οµηρος Πουλάκης - Προµηθέας Αλειφερόπουλος ) τριγυρνούν στην πόλη κουβαλώντας ένα παλιό περίστροφο-οικογενειακό κειµήλιο. Και οι τρεις ιστορίες εξελίσ σονται κατά τη διάρκεια µιας ηµέρας µε διαρκείς διακοπές ρεύµατος λόγω κάποιας απεργίας. 

«Η αρχιτεκτονική υπήρχε στη σύλληψη του σεναρίου του “Tungsten”, µε την έννοια του συναισθήµατος που σου προσφέρουν αυτοί οι επιθετικοί γεωµετρικοί όγκοι» λέει ο Γεωργόπουλος. «Στο “Tungsten” η αρχιτεκτονική των κτιρίων µοιάζει περισσότερο µε απειλητικό στοιχείο παρά µε ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό επίτευγµα».
Σουρεαλιστική
Ο Ζαχαρίας Μαυροειδής δεν συµφωνεί µε την άποψη του συναδέλφου του. Βλέποντας το «Tungsten» βρήκε ενδιαφέρον στην «άλλη» Αθήνα, η οποία στέκει µακριά από τη δική του. «Είδα κτίρια που αντιπροσωπεύουν απολύτως την εικόνα των ελληνικών εργατικών συνοικιών, αλλά και κτίρια, όπως αυτό του υπουργείου ∆ηµόσιας Τάξης, που δεν έχουν και τόσο µεγάλες διαφορές από κτίρια της Ανατολικής Ευρώπης. Αυτό από µόνο του έχειτεράστιο ενδιαφέρον».Η αθηναϊκή αρχιτεκτονική ήταν ζωντανό κοµµάτι του σεναρίου στον «Ξεναγό», µια κωµωδία για έναν µπερδεµένο νεαρό Ελληνα, µε σκηνικό την εξίσου µπερδεµένη ελληνική πρωτεύουσα: ο Ιάσονας ( Μιχάλης Οικονόµου ), που είναι Θεσσαλονικιός, σπουδάζει Αρχιτεκτονική αλλά βγάζει τα προς το ζην κάνοντας τον ξεναγό. Προσπαθεί να δείξει σε ένα γκρουπ φοιτητών Αρχιτεκτονικής από το εξωτερικό, οι οποίοι ολοκληρώνουν το Erasmus τους στην Ελλάδα, τα καλύτερα της Αθήνας. Ωστόσο σύ ντοµα το γκρουπ τον φέρνει αντιµέτωπο µε τη βασική σύγκρουση της σύγχρονης ελληνικής εθνικής ταυτότητας: περηφάνια για το ένδοξο παρελθόν, αµηχανία για το χαοτικό παρόν. 

Η αρχιτεκτονική της Αθήνας σε σηµεία όπως ο Εθνικός Κήπος, η Πλάκα, το Σύνταγµα, το Ζάππειο, αλλά και η αγορά της Κυψέλης, απεικονίζει αυτή την αντίφαση µε γλαφυρό τρόπο. «Η Αθήνα είναι µια πόλη διεθνώς ταυτισµένη µε την Ακρόπολη, ένα λαµπρό µνηµείο του παρελθόντος το οποίο περιβάλλεται από ένα βαλκανο-οριεντάλ σύγχρονο αστικό τοπίο»σχολιάζει ο σκηνοθέτης. Την ίδια ώρα η εξερεύνηση της αρχιτεκτονικής ταυτότητας της πόλης παραλληλίζεται µε την εξερεύνηση της προσωπικής ταυτότητας του Ιάσονα, ο οποίος βιώνει το προσωπικό (και σεξουαλικό) µπέρδεµά του µε αντίστοιχα ανάµεικτα συναισθήµατα. 

Στριµωγµένη
Είναι όµορφο πάντως ότι και οι δύο σκηνοθέτες αγαπούν την Αθήνα. «∆εν είναι µια εύκολη πόλη για να ζήσεις, η µετακίνηση είναι ένας εφιάλτης, ένα µεγάλο ζήτηµα» λέει ο Γεωργόπουλος, «αλλά εγώ τη βλέπω όπως πολλοί άνθρωποι θεωρούν αγαπηµένο τους παιδί το πιο προβληµατικό: την αγαπάς αλλά θα ήθελες να είναι αλλιώς. Αυτό που θα ήθελα, ας πούµε, είναι οι κάτοικοί της να την αγαπούν λίγο περισσότερο. Η επιθετικότητα που υπάρχειστον αέρα ανάµεσα στους αθηναίους πολίτες θα ήθελα να µειωθεί».Για τον Ζαχαρία Μαυροειδή στην Αθήνα τα πάντα είναι στριµωγµέ να, µε αποτέλεσµα να βγάζει την εικόνα µιας σουρεαλιστικής πόλης. «Ανθρωποι, κτίρια, µνηµεία, φυτά, ζώα, όλοι πλακώνονται µεταξύ τους για να βρουν λίγο χώρο. Αυτή όµως είναι και η γοητεία της πόληςµας» σηµειώνει. «Ενας Πορτογάλος µού είχε σχολιάσει κάποτε το πόσο πράσινη είναι η Αθήνα, γιατί στο κάθε πεζοδρόµιο του µισού µέτρου µπορείς να βρεις µια νεραντζιά. Είναι ένας αγώνας επιβίωσης µέσα στον οποίο συµβαίνουν διάφορα αστεία και σουρεαλιστικάπράγµατα. Μόνο στην Αθήνα, ας πούµε, µπορείς να δεις τον οδηγό µιας µοτοσικλέτας ανάµεσα σε ένα ΙΧ και σε ένα ασθενοφόρο στο φανάρι να ζητάει τσιγάρο από το ΙΧ και φωτιά από το ασθενοφόρο. Και όµως, το περιστατικό έγινε µπροστά στα µάτια µου!».
ΤΡΕΙΣ ΗΘΟΠΟΙΟΙ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΑΘΗΝΑ
Τάσος Νούσιας («Tungsten»)
«Η δυσκολία τού να ζεις και να κινείσαι στην Αθήνα έχει να κάνει με την ολότητα ενός πολεοδομικού εκτρώματος που έχει καταντήσει αυτή η πόλη. Η Αθήνα έχει χάσει τις αισθητικές αναφορές της, δεν έχει πια το στίγμα της καλλιέργειας. Η ισοπέδωση και το χτίσιμο από την αρχή δεν είναι πάντα εφικτό – κυρίως για οικονομικούς λόγους. Ωστόσο σε κάποια κτίρια που έχουν κλείσει τον κύκλο ζωής τους θα μπορούσε να γίνει μια σοβαρή αισθητική παρέμβαση, όπως είχε γίνει στη Μαδρίτη. Η Αθήνα έχει κρυμμένα σημεία που ο κόσμος τα φροντίζει ακόμη. Το Αλσος της Φιλαδέλφειας κοντά στο οποίο μένω είναι μια μικρή όαση που σπάει το τσιμέντο και ανοίγει τον ορίζοντα προσφέροντάς σου τη δυνατότητα να αναπνεύσεις. Επίσης είμαι ερωτευμένος με την Κοκκινιά».
Αν Μαρί Ο’ Σάλιβαν («Ο ξεναγός»)
«Λατρεύω την Αθήνα, αν και αν ήταν στο χέρι μου, στο κέντρο της δεν θα κυκλοφορούσαναυτοκίνητα. Αντιθέτως, θα έδινα έμφαση στη χρήση μέσων μαζικής μεταφοράς καιποδηλάτων. Πιστεύω ότι έτσι οι κεντρικοί οδοί θα μπορούσαν να μετατραπούν σε μεγάλουςπεζοδρόμους. Ενα από τα αγαπημένα σημεία μου στην Αθήνα είναι τα υπαίθρια καφέ τουΑρχαιολογικού Μουσείου. Είναι ένα ήσυχο μπάλωμα ομορφιάς που σου επιτρέπει να ξεφύγεις από τον θόρυβο της πόλης. Και μπορείς να κάνεις συντροφιά στις χελώνες που γουργουρίζουν εκεί γύρω ενώ πίνεις τον καφέ σου ονειροπολώντας μπροστά στη θέα των αρχαίων γλυπτών».
Μιχάλης Οικονόµου («Ο ξεναγός»)
«Δεν μπορώ να αποφασίσω αν η Αθήνα που αγαπώ είναι πιο πολύ η “ερωμένη” ή η “πόρνη” Αθήνα. Ισως αυτό να έψαχνε και ο Ζυλ Ντασσέν στο πρόσωπο της Ιλια σκηνοθετώντας το “Ποτέ την Κυριακή”. Σίγουρα αγαπώ την παλιά Αθήνα του παλιού ελληνικού σινεμά, κάτι από το οποίο θεωρώ πως φέρει και ο “Ξεναγός”. Αυτό που όμως ζω κυρίως είναι η Αθήνα του“Tungsten”, η πόλη-πόρνη. Ή μήπως τελικά και οι δύο εκδοχές κυοφορούνται μέσα μας και σαν φίλτρο – ανάλογα την ώρα και τη στιγμή –, χρωματίζουν την οπτική που έχουμε κάθε στιγμή ζώντας σε αυτή την πόλη-κράτος; Δεν ξέρω. Τα Εξάρχεια πάντως είναι η γωνιά μου. Εκεί ζουν οι περισσότεροι φίλοι μου και άνθρωποι που σε κοιτούν στα μάτια». 
Του Γιάννη Ζουμπουλάκη
tovima.gr

Related Articles :


Stumble
Delicious
Technorati
Twitter
Facebook

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΕΣΤΕ ΜΑΣ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΣΑΣ

Label 14

Followers

VIDEO

ENTER-TAB1-CONTENT-HERE

RECENT POSTS

ENTER-TAB2-CONTENT-HERE

POPULAR POSTS

ENTER-TAB3-CONTENT-HERE
 

HALANDRI NEWS Copyright © 2010 LKart Theme is Designed by Lasantha