Oι σκηνοθέτες Γιώργος Γεωργόπουλος (αριστερά) και Ζαχαρίας Μαυροειδής φωτογραφημένοι στο Μοναστηράκι. Οι δυο τους αποφάσισαν να συνεργαστούν ώστε να προωθήσουν τις ταινίες τους ανεξάρτητα από τις μεγάλες εταιρείες διανομής
Γεννήθηκαν στην Αθήνα, µεγάλωσαν στα βόρειαπροάστια, αλλά εδώ και χρόνια ζουν στο κέντρο. Ο Γιώργος Γεωργόπουλος από το Μαρούσι και ο Ζαχαρίας Μαυροειδής από το Χαλάνδρι, 37 και 31 χρόνων αντιστοίχως, είναι σκηνοθέτες και από την περασµένη Πέµπτη παρουσιάζουν στις αίθουσες τις πρώτες µεγάλου µήκους ταινίες τους. Μάλιστα, η παρουσίαση γίνεται σε κοινό πρόγραµµα: οι δύο δηµιουργοί αποφάσισαν να συνεργαστούν (κάτι σπάνιο για τα ελληνικά δεδοµένα) για να προωθήσουν κινούµενοι ανεξάρτητα από τις µεγάλες εταιρείες διανοµής το προϊόν τους.
Το βασικό όµως κοινό στοιχείο του «Tungsten», της ταινίας του Γεωργόπουλου, και του «Ξεναγού», της ταινίας του Μαυροειδή, είναι η ίδια η πόλη της Αθήνας – ή µάλλον δύο διαφορετικά πρόσωπα της πόλης, σε δύο εντελώς διαφορετικές µεταξύ τους ταινίες.
Στο «Tungsten» το αθηναϊκό τοπίο είναι κυριολεκτικά ασπρόµαυρο και άγριο· γκρίζες εργατικές συνοικίες, επικίνδυνα σοκάκια και γκρεµισµένα κτίρια, βυθισµένα σε µια βαριά ατµόσφαιρα. Αντιθέτως, στον «Ξεναγό» η Αθήνα λάµπει από µια γλυκιά χρωµατική πανδαισία. Είναι η όµορφη Αθήνα, εκείνη που θέλουµε να προσφέρουµε στους ξένους, ακόµη και σε αυτούς που ενδεχοµένως να µην πολυενδιαφέρονται για τα µνηµεία αλλά για έναν φραπέ κάτω από τον ήλιο.
Το βασικό όµως κοινό στοιχείο του «Tungsten», της ταινίας του Γεωργόπουλου, και του «Ξεναγού», της ταινίας του Μαυροειδή, είναι η ίδια η πόλη της Αθήνας – ή µάλλον δύο διαφορετικά πρόσωπα της πόλης, σε δύο εντελώς διαφορετικές µεταξύ τους ταινίες.
Στο «Tungsten» το αθηναϊκό τοπίο είναι κυριολεκτικά ασπρόµαυρο και άγριο· γκρίζες εργατικές συνοικίες, επικίνδυνα σοκάκια και γκρεµισµένα κτίρια, βυθισµένα σε µια βαριά ατµόσφαιρα. Αντιθέτως, στον «Ξεναγό» η Αθήνα λάµπει από µια γλυκιά χρωµατική πανδαισία. Είναι η όµορφη Αθήνα, εκείνη που θέλουµε να προσφέρουµε στους ξένους, ακόµη και σε αυτούς που ενδεχοµένως να µην πολυενδιαφέρονται για τα µνηµεία αλλά για έναν φραπέ κάτω από τον ήλιο.
Απειλητική
Το «Tungsten», που στα ελληνικά µεταφράζεται «τουνγκστένιο» ή «βολφράµιο», είναι ένα µέταλλο γνωστό για τις πολύ υψηλές αντοχές του στη θερµότητα αλλά και για την υψηλή αγωγιµότητά του. Χρησιµοποιείται κυρίως στις ηλεκτρικές εφαρµογές (π.χ. στα πηνία των ηλεκτρικών λα µπτήρων) και κατά προέκταση η ταινία «Tungsten» είναι για τον σκηνοθέτη της «µια πραγµατεία περί αγωγιµότητας, κάτι σαν παραλληλισµός ενός καλού αγωγού για το ηλεκτρικό ρεύµα, όπως το Tungsten, µε το ανθρώπινο σώµα ως καλό αγωγό της βίας».Με φόντο περιοχές όπως η λεωφ. Πέτρου Ράλλη και το Ρουφ, ο Ελαιώνας και ο Ταύρος, ο θεατής παρακολουθεί τρεις διασταυρούµενες ιστορίες µε ήρωες σε ρόλους που εναλλάσσονται. Στην πρώτη ιστορία ένας ελεγκτής εισιτηρίων ( Βαγγέλης Μουρίκης ) πνιγµένος στα χρέη ψάχνει τρόπους για να ξεχρεώσει αλλά και να κρατήσει ενωµένη την οικογένειά του.
Η δεύτερη ιστορία αφορά ένα ζευγάρι ( Τάσος Νούσιας - Κόρα Καρβούνη ) το οποίο βρίσκεται ένα βήµα πριν από τον χωρισµό, ενώ στην τρίτη δύο έφηβοι ( Οµηρος Πουλάκης - Προµηθέας Αλειφερόπουλος ) τριγυρνούν στην πόλη κουβαλώντας ένα παλιό περίστροφο-οικογενειακό κειµήλιο. Και οι τρεις ιστορίες εξελίσ σονται κατά τη διάρκεια µιας ηµέρας µε διαρκείς διακοπές ρεύµατος λόγω κάποιας απεργίας.
«Η αρχιτεκτονική υπήρχε στη σύλληψη του σεναρίου του “Tungsten”, µε την έννοια του συναισθήµατος που σου προσφέρουν αυτοί οι επιθετικοί γεωµετρικοί όγκοι» λέει ο Γεωργόπουλος. «Στο “Tungsten” η αρχιτεκτονική των κτιρίων µοιάζει περισσότερο µε απειλητικό στοιχείο παρά µε ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό επίτευγµα».
Σουρεαλιστική
Η αρχιτεκτονική της Αθήνας σε σηµεία όπως ο Εθνικός Κήπος, η Πλάκα, το Σύνταγµα, το Ζάππειο, αλλά και η αγορά της Κυψέλης, απεικονίζει αυτή την αντίφαση µε γλαφυρό τρόπο. «Η Αθήνα είναι µια πόλη διεθνώς ταυτισµένη µε την Ακρόπολη, ένα λαµπρό µνηµείο του παρελθόντος το οποίο περιβάλλεται από ένα βαλκανο-οριεντάλ σύγχρονο αστικό τοπίο»σχολιάζει ο σκηνοθέτης. Την ίδια ώρα η εξερεύνηση της αρχιτεκτονικής ταυτότητας της πόλης παραλληλίζεται µε την εξερεύνηση της προσωπικής ταυτότητας του Ιάσονα, ο οποίος βιώνει το προσωπικό (και σεξουαλικό) µπέρδεµά του µε αντίστοιχα ανάµεικτα συναισθήµατα.
Στριµωγµένη
ΤΡΕΙΣ ΗΘΟΠΟΙΟΙ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΑΘΗΝΑ
Τάσος Νούσιας («Tungsten»)
Αν Μαρί Ο’ Σάλιβαν («Ο ξεναγός»)
Μιχάλης Οικονόµου («Ο ξεναγός»)
Του Γιάννη Ζουμπουλάκη
tovima.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΕΣΤΕ ΜΑΣ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΣΑΣ