Popular Post

Blogger Themes

Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Νόμος 4065 ΦΕΚ 77 Α 9/04/2012 για τροποποίηση του ν. 3213/2003 ''Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτων, δημοσίων λειτουργών'' και άλλες διατάξεις.





ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Νόμος υπ' αριθμ. N. 4065 - Α’ 77 - 9/4/2012

Τροποποίηση του ν. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημοσίων λειτουργών, ιδιοκτητών MMΕ και άλλων κατηγοριών προσώπων» και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο 1
1. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 21 του ν. 3023/2002 (A’ 146) Επιτροπή διευρύνεται με τη συμμετοχή ενός καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και ενός καθηγητή του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών οριζόμενων με τους αναπληρωτές τους κατά τις ισχύουσες διατάξεις και συμμετέχουν σε αυτή μέχρις ολοκληρώσεως του αναφερόμενου στη συνέχεια έργου, σύμφωνα με τις συμπληρωματικώς προς τις ήδη ισχύουσες για αυτήν, διατάξεις που ακολουθούν.

Σκοπός της Επιτροπής με την ειδική αυτή σύνθεση είναι ο επανέλεγχος ή και ο αρχικός έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης ετών 1974 έως και 2012 των εν ζωή ευρισκόμενων πολιτικών (κοινοβουλευτικών και εξωκοινοβουλευτικών) που διετέλεσαν ή διατελούν, από το έτος 1974 έως και το 2012 Πρωθυπουργοί, Αρχηγοί πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό Κοινοβούλιο, Υπουργοί, Αναπληρωτές Υπουργοί και Υφυπουργοί Κυβερνήσεων, καθώς και των συζύγων και των ανηλίκων τέκνων τους.
2. Ο επανέλεγχος ή και ο αρχικός έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης από την Επιτροπή του άρθρου 21 του ν. 3023/2002 (A’ 146) περιλαμβάνει, πέραν της διαπίστωσης του αληθούς περιεχομένου αυτών, τη συγκριτική ανάλυση της εν γένει οικονομικής κατάστασης των ανωτέρω προσώπων, καθώς και των συζύγων και ανηλίκων τέκνων τους, δύο (2) έτη πριν, καθ’ όλη τη διάρκεια κτήσης της ιδιότητας, καθώς και για δύο (2) έτη μετά την, για οποιονδήποτε λόγο, παύση της ιδιότητας, καθώς και τη διακρίβωση, εάν κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, η απόκτηση νέων ή η επαύξηση υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων από τα ανωτέρω πρόσωπα, δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων τους, σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσής τους.
3. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής απολαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προσωπικής, διοικητικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τη συνείδησή τους.
4. Η Επιτροπή συγκαλείται με απόφαση του Προέδρου της. Το αργότερο εντός ενός (1) μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος, διαβιβάζεται σε αυτή κατάλογος των ελεγχόμενων προσώπων και κάθε άλλο στοιχείο που μπορεί να υποβοηθήσει το έργο της Επιτροπής. Ο κατάλογος συντάσσεται με επιμέλεια του Προέδρου της Βουλής.
5. Για την εκπλήρωση της αποστολής της αυτής, η Επιτροπή μπορεί να αναθέτει τη διενέργεια λογιστικής ή οικονομικής πραγματογνωμοσύνης ή άλλων ελεγκτικών πράξεων σε ορκωτούς ελεγκτές και ειδικούς επιστήμονες, οι οποίοι εξετάζουν λεπτομερώς τις υποβληθείσες δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και τα συνοδεύοντα δικαιολογητικά και συντάσσουν αναλυτική έκθεση που υποβάλλεται στην Επιτροπή για την υποβοήθηση του έργου της.
6. Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής ειδικώς για το έργο του επανελέγχου της περιουσιακής κατάστασης των ανωτέρω προσώπων από την Επιτροπή του άρθρου 21 του ν. 3023/2002 (Α’ 146) με την κατά την παρ. 1 του παρόντος διευρυμένη σύνθεσή της και μόνον καθορίζονται ο αριθμός των ελεγκτών και ειδικών επιστημόνων, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία ορισμού τους, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
7. Στον έλεγχο που διεξάγεται από την Επιτροπή, καθώς και για την πραγματοποίηση των ελεγκτικών πράξεων που ενεργούνται κατ’ εντολή της από ορκωτούς ελεγκτές, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για το τραπεζικό, χρηματιστηριακό και φορολογικό απόρρητο.
8. Η Επιτροπή όσο και οι ορκωτοί ελεγκτές προβαίνουν σε κάθε πρόσφορη και απαραίτητη, για την επίτευξη του σκοπού του επανελέγχου, νόμιμη ενέργεια. Μπορούν ιδίως: α) να ζητούν πληροφορίες και στοιχεία από οποιαδήποτε Αρχή, Υπηρεσία ή Οργανισμό του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα, χωρίς την προηγούμενη συναίνεση ή τη συγκατάθεση του ελεγχομένου, οι οποίες έχουν αντιστοίχως, την υποχρέωση να δώσουν τις ζητούμενες πληροφορίες και τα στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή τους και β) να διατάσσουν την προσκόμιση εγγράφων και την κλήση μαρτύρων, τους οποίους εξετάζουν σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, η Επιτροπή, δια του Προέδρου της, μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία, εντός ρητής προθεσμίας είκοσι (20) ημερών, η οποία μπορεί να παραταθεί, με απόφαση του Προέδρου της, για ισόχρονο διάστημα.
9. Όποιος εμποδίζει, με οποιονδήποτε τρόπο το ελεγκτικό έργο και ιδίως αρνείται την παροχή στοιχείων στην Επιτροπή τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών.
10. Η δαπάνη από τη λειτουργία της Επιτροπής βαρύνει τον Προϋπολογισμό της Βουλής.
11. Με απόφαση του Προέδρου της Βουλής που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται κάθε θέμα που αφορά στο αντικείμενο, στη διαδικασία ελέγχου, καθώς επίσης στην οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής για τον επανέλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των ανωτέρω προσώπων.
12. α) Ο έλεγχος της Επιτροπής ολοκληρώνεται εντός ενός (1) έτους από τη δημοσίευση του παρόντος.
β) Μετά το πέρας του ελέγχου συντάσσεται αναλυτική έκθεση στην οποία προσαρτάται ως παράρτημα τυχόν έκθεση ορκωτών ελεγκτών. Η έκθεση της Επιτροπής, με το παράρτημα της, υποβάλλεται αμέσως στον Πρόεδρο της Βουλής και δημοσιεύεται, με φροντίδα της Επιτροπής, σε δύο τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας. Εφόσον διαπιστωθεί ανάγκη διερεύνησης θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα φορολογικής ή άλλης αρχής, η έκθεση αποστέλλεται στην αρχή αυτή.
γ) Ειδικότερα, εφόσον από τον διενεργηθέντα έλεγχο προκύψει αδικαιολόγητη απόκτηση ή επαύξηση περιουσιακών στοιχείων του ελεγχόμενου προσώπου, του/της συζύγου ή του ανήλικου τέκνου του, διατάσσεται, από τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών, σε βάρος του ελεγχομένου και προ πάσης εκδίκασης στα διοικητικά ή ποινικά δικαστήρια, δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών και θυρίδων, δήμευση του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου ή καταλογισμού χρηματικού ποσού ίσης αξίας με το περιουσιακό όφελος που αδικαιολόγητα απέκτησε ή προσαύξησε ο ίδιος, ο/η σύζυγος του ή ανήλικο τέκνο του και συντάσσεται σχετική έκθεση, η οποία αποστέλλεται στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Αν ανακύπτει περίπτωση ποινικής ευθύνης, η έκθεση αποστέλλεται στο αρμόδιο για την άσκηση ποινικής δίωξης όργανο.
Ο καταλογισμός χρηματικού ποσού γίνεται υπέρ του Δημοσίου από το αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.

Άρθρο 2
Η παράγραφος 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, αντικαθίσταται ως εξής:
«2.α. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στην παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου συντάσσονται σε ειδικό έντυπο, το οποίο υπόκειται σε ηλεκτρονική επεξεργασία από αυτοτελή ειδική βάση δεδομένων, που εγκαθίσταται για το σκοπό αυτόν. Μετά την ηλεκτρονική επεξεργασία, πρέπει να προκύπτει ευκρινώς το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και η αξία τους ανά κατηγορία περιουσιακών στοιχείων, και, ιδίως: α) η συνολική αξία των ακινήτων, όπως αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με το σύστημα των αντικειμενικών αξιών και όπου τούτο δεν ισχύει, ακόμη προσδιορίζεται από την αξία και τη χρονολογία κτήσεως που τυχόν αναφέρονται στον οικείο τίτλο,
β) το συνολικό ποσό σε ευρώ (€) των κάθε μορφής καταθέσεων που διατηρούνται σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα,
γ) η συνολική αξία των μετοχών, μεριδίων ή συμμετοχών σε ημεδαπά και αλλοδαπά νομικά πρόσωπα, των ομολόγων και λοιπών χρεωστικών τίτλων κάθε είδους, των μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και των παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων κάθε είδους, και εν γένει οποιουδήποτε άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου, δ) η συνολική αξία των πλωτών και εναέριων μεταφορικών μέσων, των κάθε χρήσης οχημάτων. Για τα περιουσιακά στοιχεία των περιπτώσεων β’, γ’ και δ’ αναγράφεται η αξία και η χρονολογία κτήσης.
β. Το περιεχόμενο του ειδικού εντύπου των δηλώσεων, αναφορικά με τον τρόπο αναλυτικής παράθεσης των περιουσιακών στοιχείων για τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’ έως και ε’, της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. Το αντίστοιχο περιεχόμενο του ειδικού εντύπου των δηλώσεων, για τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα, καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.»

Άρθρο 3
Η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 56 παρ. 1 του ν. 3979/2011, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που ορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 1 του παρόντος αναρτώνται στο διαδικτυακό τόπο της Βουλής με μέριμνα του Προέδρου της Επιτροπής του άρθρου 21 του ν. 3023/2002 (A’ 146), όπως ισχύει, ο οποίος καθορίζει τη μορφή, τον τύπο, τα προς δημοσίευση στοιχεία, τη χρονική διάρκεια της ανάρτησης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Η δημοσίευση στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης που υποβάλλουν τα πρόσωπα που ορίζονται στο άρθρο 1 παρ. 1 επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι δημοσιεύεται ολόκληρο το κείμενο τους. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι επιτρεπτή η επιλεκτική δημοσιοποίηση ονομαστικών στοιχείων. Κάθε παράβαση της διάταξης αυτής τιμωρείται πέραν της προβλεπόμενης ποινής φυλάκισης από το άρθρο 7 παρ. 2 έξι (6) μηνών τουλάχιστον και με χρηματική ποινή από 5.000 μέχρις 100.000 ευρώ.»

Άρθρο 4
Στο άρθρο 2 του ν. 3213/2003 προστίθεται παράγραφος 5 ως ακολούθως:
«5.α) Για τη διασφάλιση της διαφάνειας στο δημόσιο βίο και εν όψει της σημασίας της αντίστοιχης συμμετοχής του καθενός στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας και για τη διευκόλυνση του ελέγχου της δήλωσης τους, οι υπόχρεοι σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης της παρ. 1 του άρθρου 1 κατά την υποβολή της ή μέσα στην προθεσμία αυτής, καθώς και οι σύζυγοί τους και αμφότεροι για τα ανήλικα τέκνα τους:
αα) Δύνανται να συνυποβάλλουν ειδική δήλωση του εξής περιεχομένου:
«Παραιτούμαι ρητώς και ανεκκλήτως υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου από κάθε ενοχικό ή εμπράγματο δικαίωμα μου επί οποιουδήποτε ακινήτου ή κινητού πράγματος ή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού ή άυλου τίτλου ή οποιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου, όπως ενδεικτικώς αναφέρεται και θεωρείται κατά την παράγραφο 1α του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 αν για οποιονδήποτε λόγο η καταγραφή του δικαιώματος αυτού στην υποβληθείσα ή συνυποβαλλόμενη δήλωση περιουσιακής μου κατάστασης κατά τα άρθρα 1 και 2 του ν. 3213/2003 έχει παραλειφθεί. Η παραίτηση μου αυτή ισχύει για όλα τα εν λόγω περιουσιακά μου στοιχεία, είτε αυτά βρίσκονται στην Ελλάδα είτε στην αλλοδαπή, ακόμη και αν τα εξ αυτών δικαιώματα ασκούνται από τρίτον, εξουσιοδοτημένο ή μη να τα ασκεί στο όνομα του ή στο όνομα μου. Η παραίτηση μου αυτή ισχύει ως δήλωση μεταβίβασης των παραπάνω δικαιωμάτων μου προς το Δημόσιο και διέπεται από το ελληνικό δίκαιο. Παρέχω, επίσης, την ειδική και ανέκκλητη πληρεξουσιότητα και εξουσιοδότηση προς τον Υπουργό Οικονομικών της Ελληνικής Δημοκρατίας, σε περίπτωση παράλειψης ή ανακριβούς ή αναληθούς δήλωσης και ειδικώς για
περιουσιακό στοιχείο όπως ενδεικτικώς αναφέρεται και θεωρείται κατά την παράγραφο 1α του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 που βρίσκεται στην αλλοδαπή, να διενεργεί όλες τις απαραίτητες, κατά το ελληνικό και αλλοδαπό δίκαιο, διατυπώσεις, περιγραφές και διαδικασίες για τη μεταβίβαση του περιουσιακού αυτού στοιχείου στο Δημόσιο.
Ζητώ από έκαστο και από όλα τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα οποιασδήποτε χώρας της αλλοδαπής να μου γνωστοποιήσουν εγγράφως εάν αναφέρομαι ως κύριος ή καταπιστευματικός κύριος ή πληρεξούσιος ή δικαιούχος υπογραφής σε τραπεζικό λογαριασμό οποιασδήποτε μορφής ή σε επενδυτικό λογαριασμό οποιασδήποτε μορφής και ανεξαρτήτως ειδικότερης ονοματολογίας (συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε χρηματοοικονομικού προϊόντος) ή ως εκπρόσωπος ή καταπιστευματικός κύριος ή πληρεξούσιος ή δικαιούχος υπογραφής αντίστοιχου λογαριασμού νομικού προσώπου ή άλλης οντότητας, ο οποίος λογαριασμός να τηρείται στο ως άνω ίδρυμα. Σε περίπτωση καταφατικής αναφοράς παρακαλώ να μου γνωρίσετε εγγράφως το ύψος του οικείου λογαριασμού και την κίνηση αυτού της τελευταίας πενταετίας μέχρι και της ημέρας παραλαβής του παρόντος αιτήματος μου και να μου χορηγήσετε αντίγραφο των μεταξύ μας σχετικών συμβάσεων και των σχετικών με αυτές άλλων εγγράφων και στοιχείων.
Παρακαλώ η σχετική γνωστοποίηση και τα αντίγραφα να αποσταλούν με αποκλειστικά δικές μου δαπάνες τόσο σε εμένα στην ανωτέρω διεύθυνση μου όσο και στη Βουλή των Ελλήνων, Πλατεία Συντάγματος, 10021, Αθήνα, καθώς επίσης στον Υπουργό Οικονομικών της Ελληνικής Δημοκρατίας που εδρεύει στην Αθήνα.
Περαιτέρω, παρέχω ανεκκλήτως στον Πρόεδρο της Επιτροπής Ελέγχου των Οικονομικών Πολιτικών Κομμάτων και Υποψηφίων Βουλευτών και στον Υπουργό Οικονομικών της Ελληνικής Δημοκρατίας την εντολή και πληρεξουσιότητα όπως αμφότεροι από κοινού ή χωριστά οιοσδήποτε εξ αυτών, όταν το κρίνει σκόπιμο, διαβιβάσουν στο όνομα και για λογαριασμό μου την παρούσα αίτηση στη Διεθνή Ένωση Τραπεζών για τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα στα οποία απευθύνεται και είναι μέλη της, καθώς και ατομικώς σε οποιοδήποτε άλλο χρηματοπιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα οποιασδήποτε χώρας, καθώς και να παραλάβουν κάθε σχετική απάντηση ή έγγραφο.
Δηλώνω ρητώς ότι παραιτούμαι από κάθε δικαίωμα και εν γένει προστασία που μου παρέχει οποιοσδήποτε νόμος ως προς το απόρρητο των οικείων στοιχείων, καθώς και από κάθε ρήτρα εμπιστευτικότητας και ότι παραιτούμαι από κάθε τυχόν απαίτησή μου έναντι εκάστου πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος για τις ενέργειες στις οποίες θα προβεί σε συμμόρφωση με το ανωτέρω αίτημα μου.»
αβ) Σε περίπτωση που δεν συνυποβάλλουν την ανωτέρω υπό στοιχείο αα) ειδική δήλωση, υποχρεούνται να παρέχουν ειδική και ανέκκλητη εξουσιοδότηση και πληρεξουσιότητα, με συμβολαιογραφικό έγγραφο που συντάσσεται ατελώς, με την οποία θα εξουσιοδοτούν τον Πρόεδρο της Επιτροπής Ελέγχου των Οικονομικών Πολιτικών Κομμάτων και Υποψηφίων Βουλευτών και τον Υπουργό Οικονομικών της Ελληνικής Δημοκρατίας, ως ειδικοί τους πληρεξούσιοι, αμφότεροι από κοινού ή χωριστά, να ζητούν και να λαμβάνουν πληροφορίες εξ ονόματός τους και για λογαριασμό τους για κάθε περιουσιακό στοιχείο, το οποίο τους ανήκει κατά κυριότητα ή κατά χρήση είτε αυτό βρίσκεται στην Ελλάδα είτε στην αλλοδαπή, ακόμη και αν τα εξ αυτών δικαιώματα ασκούνται από τρίτον, εξουσιοδοτημένο ή μη να τα ασκεί στο όνομά του ή στο όνομά τους, από ξένες δημόσιες αρχές, τραπεζικά, πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα, νομικά ή φυσικά πρόσωπα. Να ζητούν από έκαστο και από όλα τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα οποιασδήποτε χώρας της αλλοδαπής να τους γνωστοποιούν εγγράφως εάν οι υπόχρεοι αναφέρονται ως κύριοι ή καταπιστευματικοί κύριοι ή πληρεξούσιοι ή δικαιούχοι υπογραφής σε τραπεζικό λογαριασμό οποιασδήποτε μορφής ή σε επενδυτικό λογαριασμό οποιασδήποτε μορφής και ανεξαρτήτως ειδικότερης ονοματολογίας (συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε χρηματοοικονομικού προϊόντος) ή ως εκπρόσωποι ή καταπιστευματικοί κύριοι ή πληρεξούσιοι ή δικαιούχοι υπογραφής αντίστοιχου λογαριασμού νομικού προσώπου ή άλλης οντότητας, ο οποίος λογαριασμός να τηρείται στο ως άνω ίδρυμα. Σε περίπτωση καταφατικής αναφοράς να ζητούν εγγράφως το ύψος του οικείου λογαριασμού και την κίνηση αυτού της τελευταίας πενταετίας μέχρι και της ημέρας παραλαβής του σχετικού αιτήματος και να ζητούν τη χορήγηση αντιγράφων των μεταξύ των μερών σχετικών συμβάσεων και των σχετικών με αυτές άλλων εγγράφων και στοιχείων.
Οι υπόχρεοι ταυτοχρόνως δηλώνουν ρητώς ότι παραιτούνται από κάθε δικαίωμα και εν γένει προστασία που τους παρέχει οποιοσδήποτε νόμος ως προς το απόρρητο των οικείων στοιχείων, καθώς και από κάθε ρήτρα εμπιστευτικότητας και ότι παραιτούνται από κάθε τυχόν απαίτησή τους έναντι εκάστου πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος για τις ενέργειες στις οποίες θα προβεί ο ειδικός πληρεξούσιος σε συμμόρφωση με την εντολή αυτή και την πληρεξουσιότητα που παρέχει.
β) Η απόκτηση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας ή των λοιπών δικαιωμάτων του κατά τα άνω παραιτουμένου ολοκληρώνεται με πράξη αποδοχής του Υπουργού Οικονομικών και με τη δημοσίευση της πράξης αυτής στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη διατύπωση ή δήλωση, πλην της καταχώρισης της παραίτησης και της πράξης του Υπουργού σε δημόσια βιβλία, όπου αυτό απαιτείται.
Ως προς τα ενοχικά δικαιώματα απαιτείται αναγγελία στον οφειλέτη.
γ) Η παραπάνω πράξη του Υπουργού και οι σχετικές δημοσιεύσεις διενεργούνται μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα κατά την οποία αποδεδειγμένα γνωστοποιούνται στον Υπουργό με οποιονδήποτε τρόπο τα παραλειφθέντα περιουσιακά στοιχεία ή κατά την οποία ο Υπουργός ενημερώνεται αποδεδειγμένα με άλλον τρόπο για την παράλειψη. Από τη γνωστοποίηση ή ενημέρωση του Υπουργού για νέες παραλείψεις τρέχει νέα τρίμηνη προθεσμία. Η εκπρόθεσμη διενέργεια των πράξεων του Υπουργού δεν αίρει την εγκυρότητά τους, αλλά συνιστά παράβαση καθήκοντος, αν τούτο οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια. Η πράξη αποδοχής του Υπουργού, όταν πρόκειται για ενοχικά δικαιώματα, για τα οποία δεν ισχύει η αρχή της ειδικότητας, μπορεί να γίνει και πριν από την ως άνω ενημέρωση και να αφορά και αβέβαιες απαιτήσεις ή σύνολο απαιτήσεων, οπότε η απόκτηση του ενοχικού δικαιώματος θα τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της ύπαρξης και του προσδιορισμού του ποσού των απαιτήσεων.
δ) Πιστωτικά ιδρύματα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, στα οποία οι παραιτούμενοι έχουν καταθέσεις οποιασδήποτε μορφής, από τη στιγμή που θα ενημερωθούν από το Ελληνικό Δημόσιο ότι στη δήλωση των παραιτουμένων δεν περιλαμβάνονται οι καταθέσεις αυτές ή όλες οι καταθέσεις αυτές, θα αναγνωρίζουν ως δικαιούχο των παραλειφθεισών καταθέσεων το Ελληνικό Δημόσιο, εφόσον τούτο έχει προβεί στην αντίστοιχη πράξη αποδοχής, με συνέπεια να μην υφίσταται το τραπεζικό απόρρητο έναντι του κατά τα άνω δικαιούχου Ελληνικού Δημοσίου, οποιοδήποτε δίκαιο και αν διέπει τους εν λόγω λογαριασμούς.
Για τη μεταβίβαση των παραπάνω δικαιωμάτων στο Δημόσιο δεν οφείλεται φόρος, τέλος ή εισφορά υπέρ του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή οποιουδήποτε τρίτου και όλες οι πράξεις ή καταχωρίσεις γίνονται ατελώς από τους αρμοδίους.
ε) Εάν για οποιαδήποτε νομική ή πραγματική αιτία δεν καταστεί δυνατή η μεταβίβαση εντός της ανωτέρω προθεσμίας, ο Υπουργός Οικονομικών με πράξη του καταλογίζει υπέρ του Δημοσίου στον ελεγχόμενο χρηματικό ποσό ίσης αξίας με το μη δηλωθέν περιουσιακό στοιχείο. Η αξία του περιουσιακού στοιχείου για τους σκοπούς του ανωτέρω καταλογισμού προσδιορίζεται από το Σώμα Ορκωτών Εκτιμητών εντός προθεσμίας ενός μηνός από την προς τούτο αίτηση του Υπουργού Οικονομικών. Η ανωτέρω πράξη του Υπουργού Οικονομικών είναι αμέσως εκτελεστή κατά του υπόχρεου και η είσπραξη του καταλογισθέντος ποσού γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ).
στ) Το Δημόσιο οφείλει να ειδοποιήσει το συντομότερο δυνατόν για την παράλειψή του τον παραιτηθέντα, ο οποίος εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ειδοποίηση αυτή δύναται, μόνο στην περίπτωση που αποδεικνύει τη νόμιμη προέλευσή του και ότι η μη υποβολή ή η υποβολή ανακριβούς ή ελλιπούς δήλωσης δεν οφείλεται σε δόλο, να προσφύγει στα αρμόδια Δικαστήρια για την αναστολή ή ακύρωση της σχετικής μεταβίβασης των δικαιωμάτων του στο Δημόσιο, ή της πράξης καταλογισμού εις βάρος του ποσού ίσης αξίας προς το μη δηλωθέν περιουσιακό στοιχείο. Η αναστολή επιτρέπεται μόνο αν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ανεπανόρθωτης υλικής βλάβης του παραιτηθέντος. Την εκδίκαση αίτησης ακύρωσης ή αναστολής το αρμόδιο Δικαστήριο προσδιορίζει εντός τριών μηνών από την κατάθεση του δικογράφου. Αναβολή της συζήτησης δεν επιτρέπεται παρά για μία και μόνο δικάσιμο εντός (3) τριών μηνών από την επομένη της αναβολής.
ζ) Οι ειδικές δηλώσεις των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις A’ έως και ε’ της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου συντάσσονται σε ειδικό έντυπο το περιεχόμενο του οποίου καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής. Το αντίστοιχο περιεχόμενο του εντύπου της ειδικής δήλωσης για τα λοιπά υπόχρεα πρόσωπα καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
η) Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου, κατά παρέκκλιση της ισχύουσας νομοθεσίας, κάμπτεται οποιοδήποτε επαγγελματικό απόρρητο, περιλαμβανομένης της εκ του νόμου υποχρέωσης εχεμύθειας οποιουδήποτε δημόσιου λειτουργού ή υπαλλήλου, εάν στην περίπτωση αυτή κρίνεται τούτο αναγκαίο από την κατά το άρθρο 7 του ν. 3213/2003 Επιτροπή, ενώ είναι ανίσχυρες και δεν παράγουν έννομες συνέπειες οποιεσδήποτε συμβατικές ή νόμιμες υποχρεώσεις εχεμύθειας ή εμπιστευτικότητας οποιουδήποτε έναντι του υπόχρεου, οι οποίες αφορούν σε μη δηλωθέντα περιουσιακά στοιχεία του. Οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο συμβάλλει είτε στη γνωστοποίηση στην κατ’ άρθρο 21 του ν. 3023/2002 Επιτροπή ή σε οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή, ότι υπόχρεος σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης, κατά τον παρόντα νόμο, δεν περιέλαβε συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο σε αυτή είτε στην αποκάλυψη ότι περιουσιακό στοιχείο που δηλώθηκε είναι μη νόμιμης προέλευσης, απαλλάσσεται από τυχόν ποινικές, διοικητικές, φορολογικές ή αστικές ευθύνες του έναντι του υπόχρεου, σχετικές με το, δηλωθέν ή μη, περιουσιακό στοιχείο. Σε περίπτωση, όμως, που δεν συνέτρεξε ή δεν συντρέχει ποινική ευθύνη του σε σχέση με το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο, έχει τα δικαιώματα του ευρέτη και εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 1086 και 1087 Α.Κ.»

Άρθρο 5
Μετά το τελευταίο (τρίτο) εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 4 του ν. 3327/2005 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 παρ. 4 του ν. 3932/2011, προστίθενται τέταρτο και πέμπτο εδάφια ως εξής:
«Αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της περίπτωσης α’ της παρ. 5 του άρθρου 2, συντάσσεται σχετική έκθεση, η οποία αποστέλλεται στον Υπουργό Οικονομικών.
Εφόσον διαπιστωθεί ανάγκη διερεύνησης θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Επιτροπής του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 ή φορολογικής ή άλλης αρχής, η έκθεση αποστέλλεται και στην αρχή αυτή.»

Άρθρο 6
Στο τέλος του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 προστίθεται νέα παράγραφος 7 ως ακολούθως:
«7. Τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 του ν. 3691/2008 πρόσωπα έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν αμελλητί τις αρμόδιες επιτροπές του παρόντος άρθρου όταν γνωρίζουν ή έχουν σοβαρές ενδείξεις ή υποψίες ότι διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί οποιαδήποτε παράβαση των υποχρεώσεων των ελεγχόμενων που απορρέουν από τον παρόντα νόμο ή τις κατ’ εξουσιοδότηση αυτού υπουργικές αποφάσεις.»

Άρθρο 7
Στο άρθρο 6 του ν. 3213/2003 προστίθενται νέες παράγραφοι 4 και 5 ως ακολούθως:
«4. Τρίτος ο οποίος εν γνώσει του συμπράττει στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης και ιδίως στην παράλειψη δήλωσης περιουσιακών στοιχείων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή.
5. Τα φυσικά πρόσωπα και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων του άρθρου 5 του ν. 3691/2008 που παραβιάζουν την υποχρέωση γνωστοποίησης της παρ. 7 του άρθρου 3 του παρόντος τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.»

Άρθρο 8
Η περίπτωση β’ της παρ. 3 του άρθρου 9 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«β. Τα περιουσιακά στοιχεία που δεν δηλώθηκαν στην περίπτωση κάποιου από τα αδικήματα των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 6, και εφόσον δεν έχει προηγηθεί εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 2, δημεύονται με την καταδικαστική απόφαση, εκτός αν ο υπαίτιος αποδεικνύει τη νόμιμη προέλευσή τους και ότι η μη υποβολή ή η υποβολή ανακριβούς ή ελλιπούς δήλωσης δεν οφείλεται σε δόλο.»

Άρθρο 9
1. Το στοιχείο ζ’ του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής: «οι περιφερειάρχες, αντιπεριφερειάρχες, οι πρόεδροι των περιφερειακών συμβουλίων, οι γενικοί γραμματείς αποκεντρωμένης διοίκησης, καθώς και οι προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων της περιφέρειας».
2. Στο τέλος του τελευταίου εδαφίου του στοιχείου ιε’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, όπως προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 33 του ν. 3868/2010 (Α’ 129) προστίθενται οι λέξεις «.... καθώς και σε πανεπιστημιακές κλινικές.»
3. Το στοιχείο ιστ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής: «ιστ’. Τα μέλη και οι προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας και της Επιτροπής Ανταγωνισμού.»

Άρθρο 10
1. Στην αρχή του εδαφίου 1γ της πρώτης παραγράφου του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 προστίθενται τα εξής:
«Μετά την αρχική δήλωση, στην ετήσια δήλωση τους οι υπόχρεοι δηλώνουν μόνον τις μεταβολές που επήλθαν στην περιουσιακή τους κατάσταση κατά το χρονικό διάστημα που αφορά η δήλωση.»
2. Στο άρθρο 2 του ν. 3213/2003 προστίθεται νέα, τελευταία παράγραφος ως ακολούθως:
«Ελλείψεις ή ανακρίβειες της δήλωσης που οφείλονται σε ελαφρά αμέλεια, μπορούν να συμπληρωθούν από τον υπόχρεο αυθορμήτως και προ πάσης κίνησης εις βάρος του οποιασδήποτε αρμόδιας αρχής».

Άρθρο 11
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 6 Απριλίου 2012

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους
Αθήνα, 9 Απριλίου 2012

Related Articles :


Stumble
Delicious
Technorati
Twitter
Facebook

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΕΣΤΕ ΜΑΣ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΣΑΣ

Label 14

Followers

VIDEO

ENTER-TAB1-CONTENT-HERE

RECENT POSTS

ENTER-TAB2-CONTENT-HERE

POPULAR POSTS

ENTER-TAB3-CONTENT-HERE
 

HALANDRI NEWS Copyright © 2010 LKart Theme is Designed by Lasantha